Archive for May, 2007

Η φίλη μου η Ντόρα είναι αυτό που λέμε παιδική φίλη. Μεγαλώσαμε στην ιδια γειτονιά.

Εκείνη έφυγε για λίγα χρόνια για να γυρίσει στην πρώτη Δημοτικού. Από τότε και μέχρι την έκτη (που έφυγα εγω αυτή τη φορά) ήμασταν “κολλητες”.

Το διάστημα που έλειπε η Ντόρα εγώ έκανα και άλλες παρέες (ΟΚ, ήμουν από μικρή κοινωνική). Πίστεψα ότι μπορούμε να γίνουμε όλοι μια παρέα. Και μπορούσαμε. Αλλά δεν γίναμε. Ποτέ. Γιατί η Ντόρα ήταν πάντα εκεί όταν οι άλλοι έλειπαν.

Πολύ αργότερα (όταν έφυγα εγώ πια) κατάλαβα ότι η Ντόρα ήθελε να είμαι “αποκλειστική” φίλη της. Ή καλύτερα να είναι “αποκλειστική” φίλη μου. Αυτό ήταν αδύνατο. Όχι γιατί δεν την αγαπούσα τόσο αλλά γιατί πλέον δεν θα ήμουν εγώ ο ίδιος άνθρωπος. Διατηρήσαμε την φιλία μας χωρίς αποκλειστικότητες.

Εκείνη η παρέα χάθηκε. Άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι ξενιτεύτηκαν. Η φιλία όμως που μας έδενε, μας δένει ακόμη. Υπάρχει ένας μυστικός κώδικας, μια κρυφή συμφωνία που λέει ότι όταν με χρειαστείς θα είμαι εκεί.

Αφιερωμένο σε όλη την παρέα της Αργυρούπολης που έχει ξεχωριστό κομματι στην καρδιά μου.

Ντρίν…

Posted: May 29, 2007 in Uncategorized

Ντρίν, ντρίν, ντρίν,ντρίν, ντρίν,ντρίν, ντρίν,ντρίν, ντρίν,ντρίν, ντρίν,ντρίν, ντρίν,ντρίν, ντρίν,ντρίν, ντρίν,ντρίν, ντρίν,ντρίν, ντρίν,ντρίν, ντρίν…

Για τα πάντα  υπάρχουν απαντήσεις, εξηγήσεις. Αρκεί να υπάρχει και κάποιος που να θέλει να τα ΑΚΟΥΣΕΙ.

Η κλήση σας προωθείται…

Έχει περάσει αρκετός καιρός από την πρώτη φορά που βρέθηκα σε εκείνο το μαγαζί.

2 διαφορετικές παρέες. Θα νόμιζε κανείς οτι κάναμε διαγωνισμό ποιά παρέα θα γελάσει περισσότερο και πιο δυνατά. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι μονοπωλούσες το ενδιαφέρον της παρέας σου. Γύρισα να σε κοιτάξω. Ήταν φανερό ότι ήσουν η “ψυχή της παρέας”. Όλοι κρέμονταν από τα χείλια σου και περίμεναν την επόμενη ατάκα ή αστεία γκριμάτσα σου.

Λίγη ώρα αργότερα σε συνάντησα στην τουαλέτα. Σκούπισες τα μάτια σου νευρικά μόλις με είδες και απλά μου έγνεψες κάτι σαν σσσσσ! Έφυγες και πήγες στην παρέα σου.

Όταν επέστρεψα τίποτα δεν είχε αλλάξει. Ήσουν και πάλι η “ψυχή της παρέας”. Τους έκανες όλους να γελάνε. Κάποιος νομίζω σε χαρακτήρισε “γελοίο”, “καραγκιόζη”,  “κλόουν”. Τι ωραίες λέξεις…  Τι κομπλιμέντα… Είχα νευριάσει πάρα πολύ. Ήθελα να τους πω αυτό που είχα δει αλλα είχαμε κάνει μια μυστική συμφωνία.

Σηκώθηκα να φύγω. Δεν γινόταν να κάτσω να δω την συνέχεια. Γύρισα να σε κοιτάξω. Και τότε μου χάρισες το πιο θλιμένο χαμόγελο. Δεν το έχω ξεχάσει κι ας μη σε έχω δει ποτέ από τότε. Το χαμόγελο όμως το έχω δει αρκετές φορές. Σε άλλα πρόσωπα. Σε άλλους “κλόουν”.

Και σήμερα μου φάνηκε ότι το είδα πάλι…

Είχες δίκιο! Τώρα πια το ξέρω. Ανήκω αλλού. Σε άλλο πλανήτη. Δεν ξέρω αν ο πλανήτης αυτός είναι δικός μου, αλλά εδώ νοιώθω πολύ όμορφα. Πολύ οικεία. Ο πλανήτης happy! Ο πλανήτης που δεν ξέρω αν θα μπορέσεις να κατανοήσεις.

Ο πλανήτης στον οποίο είμαστε χαρούμενοι. Όχι γιατί δεν έχουμε προβλήματα αλλά γιατί βλέπουμε σε όλα τα πράγματα κάτι θετικό. Μια ελπίδα. Πολύ θα ήθελα να ‘σουν εδώ αλλά δεν ξέρω αν μπορείς. Δεν ξέρω αν θες. Νόμιζα ότι μπορούσα να “βγω” από τον πλανήτη μου. Και μπόρεσα. Όμως δεν ήμουν τόσο γυμνασμένη για να μπορέσω να ξαναμπώ με εσένα στους ώμους μου. Θα πρέπει να μπεις μόνος σου. Όποτε και αν το θελήσεις.

Να μπεις για σένα. Όχι για μένα. Α! και προσοχή. Η πόρτα είναι χαμηλή για να μην “τρομάζουν” τα μικρά παιδιά. Θα πρέπει να σκύψεις λίγο.

Καλό ταξίδι…

Πριν από 6 μήνες ένας συνάδελφος απέκτησε το πρώτο του κοριτσάκι.

Πρίν από 3 μήνες ένας άλλος συνάδελφος απέκτησε το πρώτο του αγοράκι.

Πριν από 1 μήνα και κάτι γεννήθηκε ο … πρώτος γιος των κουμπάρων μου – δεν μπορώ να τους πω απλά συναδέλφους.

Μόλις πρίν από λίγες ώρες μια καλή μου φίλη απέκτησε την πρώτη της κόρη.

Όλα αυτά τα μωράκια έφεραν πολύ χαρά. Και ελπίδα. Και αγάπη.

Να είναι πάντα υγιή και ευτυχισμένα.

ΥΓ. “Δυστυχώς” για όσους ακόμη αναρωτιούνται, δεν “ζηλεψα”. Δεν αναρωτιέμαι “Πότε θα γίνω μάνα”. Γιατί απλά το μητρικό μου ένστικτο βρίσκεται σε “χειμερία νάρκη”. Αγαπώ τα μωρά. Των άλλων.

Οι φίλοι μου.

Δεν ξέρω αν εγώ είμαι απλά τυχερή (εντάξει έχω μια τέτοια φήμη) αλλά έχω πολλούς και καλούς φίλους.

Όχι ξερούς γνωστούς. Ανθρώπους που πραγματικά νοιάζονται.

Ανθρώπους που όταν τους χρειάζομαι είναι δίπλα μου. Όχι απαραίτητα σωματικά. Έστω και με έναν λόγο τους.

Ανθρώπους που χαίρονται με την επιτυχία μου και δεν “ζηλεύουν” γιατί εκείνοι ενδεχομένως δεν είχαν την ίδια τύχη.

Αλλά και ανθρώπους που έχουμε διαφορετική γνώμη. Δεν μπορώ να συμφωνώ σε όλα μαζί τους. Και θέλω να ακούω την διαφορετική άποψη. Δεν περιμένω από τους φίλους μου να μου πουν ότι είμαι σε όλα σωστή. Ούτε και εγώ θα το πω σε εκείνους. Δεν περιμένω από τους φίλους μου να με υπερασπιστούν αλλά ούτε και να με εκθέσουν σε άλλους. Προτιμώ να είναι ειλικρινής μαζί μου.

Με ξέρουν καλά. Ξέρουν τι μου αρέσει και τι όχι. Τι θέλω και τι όχι. Παίρνουν πρωτοβουλίες. Δείχνουν την αγάπη τους ακόμη και όταν δεν το αξίζω. Κυρίως τότε. Δεν “φοβούνται” να μου πουν πράγματα. Ωραία ή άσχημα.

Με αγαπούν. Και τους αγαπώ και εγώ.

Για μένα λοιπόν οι φίλοι είναι ανεκτίμητοι. Και όπως κάθε τι ανεκτίμητο το φυλάω σαν θησαυρό.

Σας ευχαριστώ (και ας ξέρω οτι δεν έχετε ανάγκη να το ακούσετε).

Και εκεί που είσαι ήρεμη και χαλαρή, χτυπάει το τηλέφωνο.

Ένα τηλέφωνο που χτυπάει, 9 φορές στις 10 είναι για κακό. Έλα όμως που όταν το τηλέφωνο που χτυπάει ανήκει στον επαγγελματικό σου χώρο? Τότε και τις 9 φορές ΠΡΕΠΕΙ να απαντήσεις.

Στην άλλη γραμμή μια κάπως γνώριμη φωνή πασχίζει να μιλήσει. Ταρακουνιέσαι λίγο αλλα αφού πάρεις αρκετές βαθειές ανάσες συνεχίζεις την “κουβέντα”. Που δεν καταλήγει πουθενά. Και εσύ όμως την συνεχίζεις γιατί είπαμε δεν έχεις άλλη επιλογή.

Και η κουβέντα προσπαθεί να ολοκληρωθεί. Ξύνοντας παλιές πληγές, εμφανίζοντας νέες, δίνοντας υποσχέσεις, ελπίδες. Είναι όμως μια κουβέντα… Το ξέρεις ότι είναι απλά μια κουβέντα.

Και πιέζεσαι. Από παντού. Από το γεγονός ότι δεν μπορείς να ΜΗ σηκώσεις το τηλέφωνο. Από το γεγονός ότι πρέπει να είσαι ευγενική στο τηλέφωνο. Από το γεγονός ότι δεν μπορείς να βάλεις τις φωνές. Πρίν, μετά αλλά και κατά την διάρκεια της “κουβέντας”. Από το γεγονός ότι κανείς δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει.

Και είσαι μόνη σου και παλεύεις με τα φαντάσματα. Και προσπαθείς να ξεφύγεις και δεν μπορείς.

Και θες να γράψεις ΤΕΛΟΣ αλλά δε σε αφήνουν. Και παλεύεις… Και παλεύεις… Και πονάς…

Η χελώνα ήταν το μόνο κατοικίδιο που είχα καταφέρει να περιεργαστώ  όταν ήμουν μικρή. Δεν ήταν εύθραυστη και δεν την φοβόμουν. Με νευρίαζε λίγο όταν μου κρυβόταν ή όταν εξαφανιζόταν αλλά τότε ήμουν μικρή και το έβλεπα διασκεδαστικό.

Ήθελα να μπω καποια στιγμή στο καβούκι της γιατί το φανταζόμουν πολύ ωραίο μια και η χελώνα μου έβρισκε “καταφύγιο” εκεί.

Μεγαλώνοντας ανακάλυψα τους ανθρώπους-χελώνες. Μπόρεσα και πάλι να τους περιεργαστώ… λίγο. Και κατέληξα πως οι άνθρωποι – χελώνες έχουν 2 χαρακτηριστικά που δεν αντέχω.

1. Είναι αργοί.

Πηγαίνουν σιγά σιγά στο στόχο τους. Όλα ωραία και καλά. Με την προϋπόθεση όμως ότι ο στόχος είναι ακίνητος και… τους περιμένει.

2. Είναι… αντικοινωνικοί.

Πάνω που βαρέθηκες να περιμένεις να φτάσουν το στόχο και αποφασίζεις να τους βοηθήσεις, τσούπ!, κλείνονται στο καβούκι τους. Φοβούνται μη τυχόν και τους αγγίξεις? Μη τυχόν και τους αρέσει το “ντάντεμα” και θέλουν συνέχεια? Πραγματικά δεν ξέρω γιατί κρύβονται.

Δεν ξέρω αν το δικό τους καβούκι είναι μοναδικά όμορφο όπως φανταζόμουν το καβούκι της χελώνας μου, σίγουρα όμως είναι μοναχικό.

κουτιkartes.jpg… παραμύθι ν’ ακουστεί…

Όμως δεν ήταν παραμύθι. Είναι πραγματικότητα. Αυτό το κουτί, το μπαουλάκι μου, το κουτί των αναμνήσεων είναι γεμάτο αγάπη. Από φίλους. Ιδιαίτερους και ξεχωριστούς φίλους. Φίλους που κάποιοι άλλοι θα τους ονόμαζαν απλά “γνωστούς” ή “συναδέλφους”. Φίλοι αγαπημένοι. Φίλοι που αφιέρωσαν χρόνο για μένα. Και αυτό είναι ξεχωριστό και σημαντικό.

Είχα τα γενέθλια μου. Έκλεινα τα 32. Δεν νομίζω ότι θα ξεχάσω ποτέ τα γενέθλια αυτά. Κάθε φορά που ανοίγω το κουτί βλέπω αγάπη. Μυρίζω αγάπη (έχουν πάρει ένα υπέροχο άρωμα βανίλιας…).Νοιώθω αγάπη.

Σας ευχαριστώ όλους πάρα πολύ. Εσένα Βασιλη, Χριστίνα, Νίκο, Δημήτρη, Χρήστο, Χάρη, Μαντώ, Δέσπω, Νάνα, Νίκο, Νάντια, Νάνσυ, Ισίδωρε, Χριστίνα, Δημήτρη, Δημήτρη, Χρήστο, Πάνο, Κατερίνα, Νότη, Δημήτρη, Μιχάλη, Έφη, Άγγελε, Δημήτρη,Βασιλική, Βασίλη, Γιώργο,Σεμπαστιαν… Είστε μέρος του θησαυρού μου!

Σάββατο βράδυ. Ψυρρή. Χαμός από κόσμο.

Όμως εγώ έχω συγκεκριμένο προορισμό. Τι συγκεκριμένο δηλαδή, ψάχνοντας παω.

Μόλις έπιασε δουλειά μια φίλη στο μπαρ και πάω για παρέα και για ποτό. Η μουσική υπόκρουση ροκ. Καθώς πλησιάζω στο μαγαζί (στο νούμερο που είναι το μαγαζί δηλαδή, είπαμε πάω ψάχνοντας) βλέπω μια παρέα από ασπρόμαυρα πλάσματα, σαν να εχουν ξεφύγει από κάποιο παραμύθι με ξωτικά.Κοντοστέκομαι λίγο (όχι, δεν μπορεί, εγώ δεν ταιριάζω εκεί), οπλίζομαι με δύναμη και προχωράω. Ευτυχώς το μαγαζί που ζητάω είναι δίπλα.

Πρώτη εντύπωση. Μια παρέα έξω από το μαγαζί μου θύμισε οτι βρίσκομαι σε κάποιο νησί. Μπαίνοντας δεν αλλάζει και πολύ το σκηνικό. Ερημιά… Ευτυχώς δηλαδή γιατί κατάφερα να πω 2 κουβέντες με την φίλη μου, με την γκαρσόνα, με τον καταστηματάρχη. Πρόλαβα να δω το μαγαζί και να σκεφτώ τι αλλαγές θα μπορούσε να κάνει για να αποκτήσει μια ταυτότητα (δεν ξεχνάμε και το δαιμόνιο του επαγγέλματος).

Οι πρώτες παρέες άρχισαν να έρχονται. Επιτέλους, ήρθε και η δική μου παρέα.

Ξεκινάει το … live. Rock. Ωραίες φωνές. Αλλα έως εκεί. Απλά να ακούς. Να μη βλέπεις.

Αποφασίζω να χαζέψω λίγο τον κόσμο.

Η γραία με το τεκνό παρήγγειλε 3ο ποτό. Και εγώ ακόμη παλεύω το δεύτερο. Και ας είμαι εδώ 2 ώρες πριν από εκείνη.

Ο νεαρός δίπλα πίνει, πίνει, πίνει για να ξεχάσει τι? Τη μίζερη ζωή του, που τον άφησε να βγαίνει μόνος Σαββατόβραδο? Όχι. Η γυναίκα πρέπει να μένει στο σπίτι. Ο άντρας βγαίνει. Τι να σου πω, αν το πιστεύεις, κρίμα! Είσαι και νέο παλικάρι.

Μια παρέα – έξω από το μαγαζί – γιορτάζει μια γιορτή… Δεν μπαίνει μέσα γιατί την ενοχλεί η δυνατή μουσική (και εγώ έχω αρχίσει να ψήνομαι να τους πω να χαμηλώσουν την ένταση)

Μπήκε και ο Bod ο σφουγγαράκης. Φουσκωμένος με ήλιον.

Ήρθε η ώρα να αποχωρήσω. Η παρέα μου έχει φύγει προ πολλού…