Archive for June, 2007

Alter ego

Posted: June 30, 2007 in Uncategorized
Tags:

Όταν βγήκε η ταινία, σε όσους με ρωτούσαν απαντούσα ότι για θερινό κινηματογράφο, καλή είναι.

Αν μου έλεγαν τότε ότι όχι μόνο θα την δω αλλά θα γράψω και για αυτή θα γελούσα μέχρι δακρύων.

Δεν μπορώ να πω ότι τρελαίνομαι για τον Ρουβά. Ίσως γιατί ποτέ δεν τρελάθηκα με κάποιον…διάσημο. Συνειδητά τουλάχιστον.

Και ξεκινάω με γκρίνια. Το έργο έχει μια ρημάδα καταλληλότητα. Κ17. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδάκια κάτω τον 17 ΔΕΝ επιτρέπεται να δουν αυτό το έργο. Και θα μου πείτε και ποιός ορίζει τις καταλληλότητες. Αυτό είναι άλλο θέμα. Υπάρχουν όμως και είναι αυτές. Και νευριάζω όχι μόνο με τους ιδιοκτήτες των κινηματογράφων που στην κυριολεξία “παίζουν” το κεφάλι τους αν μπει ένας έλεγχος και δει την αίθουσα να έχει μέσο όρο ηλικίας 14!!! ετών, αλλά και με τους γονείς που τόσο εύκολα “παρκάρουν” τα παιδιά τους όπου μπορούν μη ελέγχοντας αν αυτό που θα δουν είναι κατάλληλο για την ηλικία τους.

Προσπερνάω λοιπόν το θέμα της καταλληλότητας αν και ακόμη δεν το έχω χωνέψει. Και έρχομαι στο έργο. Εντάξει, πολύ καλύτερο από ότι περίμενα.

Αλήθεια, ας μου εξηγήσει κάποιος ποιά είναι αυτή η κρεμαστή γέφυρα που περνάνε πηγαίνοντας προς Θεσσαλονίκη, γιατί εγώ ποτέ δεν την έχω δει…

Με συγκίνησε ιδιαίτερα η βόλτα του Φίλιππου με τον Στέφανο στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Σε εκείνο το σημείο βόλταρα πριν λίγες μέρες και εγώ…

Σαν υπόθεση, δυστυχώς ήταν πολύ κοντά στην πραγματικότητα. Δεν ξέρω αν ο Ρουβάς ή οι υπόλοιποι ηθοποιοί ήταν καλοί αλλά σίγουρα το μήνυμα το πέρασαν. Ίσως σε εμένα που απλά έβλεπα μια ταινία σε ένα θερινό κινηματογράφο.

Παρασκευή βράδυ. Γυρίζω γύρω στις 11 (αρκετά νωρίς, λοιπόν). Πάω να μπω στο πάρκινγκ της πολυκατοικίας που μένω, αδύνατον.

Στο διάδρομο της πυλωτής έχει παρκάρει ένας άλλος χριστιανός του οποίου του έχει πιάσει την θέση ένα αυτοκίνητο αγνώστου προέλευσης. Πάρκαρε λοιπόν και αυτός στον διάδρομο για να αναγκαστεί η (γιατί τελικά κοπέλα ήταν) κάτοχος του αυτοκινήτου να του χτυπήσει το κουδούνι (μια και αυτός ως ένοικος της πολυκατοικίας ήταν γνωστός).

Έλα όμως που όλα αυτά δεν ήταν γραμμένα κάπου. Γυρίζω λοιπόν και εγώ, βλέπω το αυτοκίνητο πρόχειρα παρκαρισμένο και υποθέτω ότι ανέβηκαν για 2 λεπτά να πάρουν κάτι και να βγουν (το άγνωστο αυτοκίνητο εμένα δεν με εμποδίζει). Καθότι η ώρα 11 – και σκεφτόμενη τα παραπάνω – δεν κορνάρω. Για πόση ώρα; Περίμενα 20 λεπτά. Ε, μέχρι μπάνιο προλαβαίνει να κάνει ο χριστιανός. Κορνάρω. Διακριτικά. Ευτυχώς βγαίνουν από 4 διαφορετικά σημεία διάφορα κεφάλια (το καλό του να μένεις σε γειτονιά), και ακούγεται η φωνή του γνωστού μου ιδιοκτήτη να λέει κατεβαίνω.

Ναι, αλλά κατέβηκε πρώτα η κοπελίτσα με το άγνωστο αυτοκίνητο, κουνάμενη συνάμενη. Σαστίζει λίγο βλέποντας τον χαμό που έχει προκαλέσει. Όμως γρήγορα συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να βγει. Μπαίνει λοιπόν στο αυτοκινητάκι της και… καθεται. Κατεβαίνει ο τύπος με το γνωστό αυτόκινητο όπου απλά την ρωτάει γιατί δεν το έβαζε τουλάχιστον πιο μέσα να μην ενοχλεί και ας του χτυπούσε το κουδούνι να κατέβει μετά. Η κοπέλιτσα χλώμιασε όχι από ντροπή, απλά την τρόμαξε όπως πλησίασε το παράθυρο.

Και έρχεται η δικιά μου ώρα (γιατί τόση ώρα εγώ κάθομαι και περιμένω) να παρκάρω. Αφού παρκάρω λοιπόν εξηγώ τι ακριβώς φαντάστηκε το μυαλουδάκι μου (το οποίο κατά γενική ομολογία ήταν σωστό) και πως περιμένω 20 λεπτά. Και ανοίγει το στοματάκι της το κοριτσάκι και ρωτάει όλο νάζι, “γιατί δεν κορνάρατε; (πληθυντικός ευγενείας και όχι λόγω ηλικίας) Είχα το νου μου”. Μα χρυσό μου κορίτσι τέτοια ώρα, ξέρεις, δεν κορνάρουν. Γενικώς δεν κορνάρουν δηλαδή…

Και πάνω που την βλέπω να με κοιτάζει τρομοκρατημένη (είμαι και τρομακτική τρομάρα μου) αποφασιζω να της κάνω ένα μάθημα μια και από ότι κατάλαβα είναι νέα οδηγός.

Κανονικά παρκάρουμε στο δρόμο. Όταν όμως για κάποιο ανεξήγητο λόγο θέλουμε να παρκάρουμε στην πυλωτή του σπιτιού που πηγαίνουμε (και μόνο σε αυτή), τότε απλά αφήνουμε ένα σημείωμα πάνω στο ΔΙΚΟ μας (γιατί κάπου εκεί είδα ότι ήταν και ξανθιά) αυτοκίνητο που λέει πιο κουδούνι να χτυπήσουμε. Αυτά. Καλήνύχτα τώρα…

Λίγο πριν μπει το 2007 προσωπικοί λόγοι με ανέβασαν αρκετές φορές στην Πάρνηθα.

Σε ένα μέρος που αγάπησα πολύ. Που έκανα όνειρα (ξέροντας ότι δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθούν). Οι λόγοι δεν ήταν ευχάριστοι. Και με έκαναν να θυμηθώ εμπειρίες. Εκδρομές με το σχολείο, βόλτες με την οικογένεια, μια πρωτομαγιά με φίλους, ώρες ατέλειωτες να τρέχουμε μέσα στο δάσος. Τίποτα όμως δεν θα μπορούσε να είναι ίδιο πια. Θα ήμουν πλέον ένας επισκέπτης. Και είναι πικρό να είσαι επισκέπτης σε έναν τόπο που αγαπάς. Έκλαψα τότε πολύ. Νόμιζα πως για μένα η Πάρνηθα ήταν μια ανάμνηση. Έκανα όμως λάθος…

Τώρα είναι ανάμνηση. Έστω και σαν επισκέπτης θα είχα την ευκαιρία να δείξω στην ανηψιά μου τα μέρη μου ονειρεύτηκα, που έπαιξα, που γέλασα. Θα μπορούσα να της δείξω ένα ελάφι. Όχι όμως πια. Η εικόνα που μου περιέγραψε ένας φίλος που βρισκόταν στην περιοχή έχει χαραχθεί μέσα μου. Ένα ελάφι έτρεχε παράλληλα με τα αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή βγαίνει στο δρόμο και ξεψυχάει. Και σίγουρα δεν είναι το μόνο.

Και από την άλλη μεριά σκέφτομαι την ώρα που εκκενωνόταν το Καζίνο. Είμαι σίγουρη πως πολλοί προσπάθησαν να κάνουν περιουσίες τα τελευταία λεπτά. Πολλοί δεν ήθελαν να βγουν αμέσως… Μια μπιλιά ακόμη… Προλαβαίνουμε…

Την πρώτη φορά που έκλαψα στην Πάρνηθα μια φίλη μου σιγοτραγούδησε ένα τραγούδι που μάταια ψάχνω να βρω τον στιχουργό να τον ρωτήσω τι εννοούσε.

Το τραγούδι έλεγε: “Το καμένο χώμα βγάζει, έτσι και πέσει μια βροχή, τα ωραιότερα λουλούδια που’χω δει”. Τότε πίστεψα ότι το τραγούδι μιλάει μεταφορικά και ότι μετά από μια στενοχώρια μπορείς να βγεις πιο δυνατή. Τώρα δεν είμαι σίγουρη. Ειδικά μετά τις πρώτες σταγόνες που είδα να πέφτουν στην Αττική.

Ξεκίνησα Κυριακή πρωί με το τρένο. Μόνη μου. Εγώ και οι σκέψεις μου. Τελικά κατέληξα, εγώ και ο ύπνος. Λίγο η κούραση των προηγούμενων ημερών, λίγο το ότι το ταξίδι θα ήταν 6 ώρες, με χαλάρωσαν. Κοιμόμουν συνεχώς… Καλό μου έκανε πάντως.

Στη Θεσσαλονίκη με περίμεναν φίλοι αγαπημένοι – “ιντερνετικοί” φίλοι – συνάδελφοι, όμως σίγουρα αγαπημένοι. Πολύ σύντομα – για μένα τουλάχιστον – η Θεσσαλονίκη μετατράπηκε σε ένα camp γραφιστών. Παντού άκουγες και μιλούσες για “επαγγελματικά”. Και όμως το διασκεδάζαμε…

Το συνέδριο ήταν κάτι παραπάνω από πολύ καλό.

Ξεκινώντας από τα εργαστήρια που επιλέγοντας την Βιβλιοδεσία, μου δόθηκε η ευκαιρία να κατασκευάσω ένα σημειωματάριο.

Και συνεχίζοντας τις επόμενες ημέρες με τις ομιλίες που ήταν τόσο καλά οργανωμένες και με συνέχεια στα θέματα που πραγματικά δεν ήθελα να αποχωριστώ το πανεπιστήμιο. Δεν βοήθησε και ο καύσωνας τις μετακινήσεις…

Θα αναφέρω μόνο επιγραμματικά τις ομιλίες που για μένα ξεχώρισαν, με την ελπίδα να καταφέρω κάποια στιγμή να αποκρυπτογραφήσω τις σημειώσεις μου.

Στέργιος Δελιαλής, Μανώλης Σαββίδης, Guy Hutsebaut, Αλέξανδρος Κουρής, Άγγελος Μπάκας, Αρτεμης Γιάγκου, Χάρης Τσέβης, John Langdon, Δημήτρης Αρβανίτης, Akiem Helmling.

Αυτά γίνονταν την ημέρα… Όταν η νύχτα έπεφτε οι γραφίστες συνέχιζαν να μιλάνε… πίνοντας. Κάθε φορά που βγαίναμε ήταν απλά για ένα ποτό. Κάθε φορά που γυρίζαμε ήταν απλά… πρωί.

Η επιστροφή δεν ήταν τόσο καλή. Λίγο η κούραση, λίγο η ζέστη και το χαλασμένο κλιματιστικό στο τρένο με γονάτισαν… Αναρρώνω λοιπόν και θα επιστρέψω δριμύτερη…

Η αναχώρηση

Posted: June 17, 2007 in Uncategorized
Tags:

Σήμερα (σε λιγότερο από 2 ώρες δηλαδή) ταξιδεύω για Θεσσαλονίκη. Εκπαιδευτικού -περισσότερο- περιεχομένου το ταξίδι αλλά και μια ευκαιρία να βάλω κάτω τον εαυτό μου να τα πούμε λιγάκι.

Έχω αγωνία για αυτό το ταξίδι. Πέφτω λοιπόν να κοιμηθώ νωρίς (σχετικά) εχθές για να μην μπω στο πειρασμό να κοιμηθώ στο ταξίδι. Κατά τις 2 – και ενώ έβλεπα ένα απίστευτα γλυκό όνειρο – πετάγομαι νοιώθοντας ότι έχω αργήσει. Ταράχτηκα τόσο πολύ που ξέχασα και το όνειρο, ξέχασα και τον ύπνο… Αυτό ήταν. Οι υπόλοιπες ώρες κύλησαν παραφουσκωμένες με σκέψεις… Σκέψεις που είχα σκοπό να κάνω στο ταξίδι. Σκέψεις που – ευτυχώς – μου θύμισαν κάποια πράγματα που θα “ξεχνούσα” να πάρω μαζί μου.

Παίρνω λοιπόν τις σκέψεις μου και ξεκινώ. Σας φιλώ…

Υ.Γ. Θα τα λέμε από … “πάνω”.

Το ξέρω ότι ΚΑΙ η υπομονή έχει τα όρια της αλλά αυτό δεν με απασχολεί τώρα…

Κατάφερα να ξεπεράσω τα επαγγελματικά μου όρια – στην παραγωγικότητα – πριν περάσω τα όρια αντοχής μου.

Η αλήθεια είναι πως τον τελευταίο καιρό έχω πιεστεί πάρα πολύ. Αυτό το έχετε σίγουρα καταλάβει – όσοι συχνάζετε στο Cafe. Όμως αυτή τη φορά το στοίχημα ήταν διαφορετικό. Με σπασμένα τα νεύρα, με απίστευτη ψυχολογική πίεση ΕΠΡΕΠΕ να διεκπεραιώσω ένα σωρό δουλειές σε ελάχιστο χρόνο για να μπορέσω να πάω – χωρίς εκκρεμότητες –  να παρακολουθήσω ένα συνέδριο πάνω στη δουλειά μου.

Γεγονός είναι ότι από την αρχή το είδα σαν πρόκληση και αυτό με έσωσε. Πίστεψα ότι μπορώ να τα καταφέρω. Ήθελα να τα καταφέρω. Το αντιμετώπισα θετικά. Σε κάθε εμπόδιο που εμφανιζόταν, έκανα ένα mini διάλειμμα είτε για να επισκεφτώ το cafe, είτε για να χαλαρώσω σε άλλα blog. Και άντε πάλι από την αρχή. Δεν ξέρω αν πείσμωσα γιατί ήθελα να αποδείξω κάτι. Και αν ναι, σε ποιούς; Νομίζω περισσότερο στον εαυτό μου ήθελα να αποδείξω ότι μπορώ περισσότερα. Και τα κατάφερα.  Τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Δεν ξέρω αν χάρηκα περισσότερο που ξεπέρασα τα προηγούμενα όρια μου ή αν χαίρομαι που μπορώ να φύγω χωρίς έγνοιες (ελπίζω). Πάντως χάρηκα.

Και θα το ξαπανώ. Σαν συμβουλή αυτή τη φορά. Με έσωσε το ότι θεώρησα πως είναι μια πρόκληση. Η αισιόδοξη σκέψη και διάθεση είχε κάνει την μισή δουλειά…

Φαντάζεσαι;

Posted: June 13, 2007 in Uncategorized

(ακολουθεί βγάλσιμο γλώσσας…)

– Να ξυπνήσεις με τη καλύτερη διάθεση για δουλειά και ξαφνικά να τηλεφωνεί ο πελατάκος να ρωτάει αν ειναι έτοιμη η δουλειά (που έφερε εχθές!) και όταν του λες θα είναι το απόγευμα να γελάει μέχρι τα αυτιά; (Εσύ δεν ήσουν χρυσό μου που εχθές μου έβαλες το μαχαίρι στο λαιμό; Που έβαλες \”μέσο\” για να γίνει η δουλειά σου; Που με ανάγκασες να ξεπεράσω τα όρια μου;)

– Να πρέπει να ακούς την κάθε κουλαμάρα που σκέφτεται (και γράφει;) ο κάθε ένας, σαν θεική ρήση. Χωρίς εξηγήσεις. Χωρίς επιχειρήματα. Χωρίς προτάσεις για να αλλάξει κάτι. Απλά για να πούμε κάτι…

– Να σκέφτεσαι όλες αυτές τις δουλειές που ΠΡΕΠΕΙ να κάνεις μόλις φύγεις από την  δουλειά αλλά να μην προβλέπεται να φύγεις έγκαιρα.

– Να έχεις κάνει ένα ωραιότατο πλάνο ροής εργασίας, να έχεις συμφωνήσει – και συνεννοηθεί – με τα άτομα που θα συνεργαστείς άμεσα και για μια βλακεία να πρέπει να περιμένεις… να κοιτάζεις το ταβάνι, το ρολόι, το εισιτήριο των διακοπών…

– Να…

– Να…

Ατέλειωτος κατάλογος. Και εσύ δεν είσαι απέναντι… Να μην χρειάζεται να γράφω. Απλά να σηκώσω τα μάτια και να καταλάβεις.

Φαντάζεσαι; (ακολουθεί το γνωστό βγάλσιμο της γλώσσας).

Το επάγγελμα που εξασκώ (γραφίστας – τρομάρα μου!) το επέλεξα. Η μήπως με επέλεξε;

Το σίγουρο είναι ότι παρόλο που αγαπούσα από μικρό παιδί όλα αυτά που κάνει ή μπορεί να κάνει ο γραφίστας, δεν ήξερα καν ότι υπάρχει αυτό το επάγγελμα. Αγαπούσα λοιπόν τα “προϊόντα” του αλλά δεν ήξερα ΠΩΣ είχαν δημιουργηθεί. Ήταν για μένα κάτι το μαγικό. Τα κοιτούσα με δέος και αυτός ίσως ήταν ο λόγος που ποτέ δεν πίστεψα ότι είναι κάτι που μπορώ να κάνω και εγώ.

Για την γραφιστική/φωτογραφία (διπλή αγάπη, τελικά) έμαθα όταν ήταν πια αρκετά αργά. Αργά για τι; Για να ζωγραφίσω, να μελετήσω, να δώσω πανελλήνιες. Μια σειρά από “τυχαίες” – “άτυχες” – θα έλεγε κανείς – συγκυρίες με “έσπρωξαν” να δω τα πράγματα λίγο διαφορετικά. Δεν πέρασα στις πανελλήνιες (μα σχολές ήταν αυτές που είχα επιλέξει;) και κάπου στην δεύτερη προσπάθεια μου, εμφανίστηκαν μπροστά μου κάποια σεμινάρια. Δεν μπορούσα να αναγνωρίσω ανάμεσα στους περίεργους (;) τίτλους (μα καλά στραβή ήμουν;) ποιό θα με ενδιέφερε και επειδή δε με ενδιέφερε κανένα (;) αλλά ήθελα τα χρήματα από τα σεμινάρια επέλεξα “Ηλεκτρονική τυπογραφία”. Ε, ρε γλέντια… τι είναι αυτό; Ηλεκτρονική είναι, υπολογιστές θα έχει…

Αυτό ήταν. Από τότε άλλαξε ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ η ζωή μου. Ξέχασα τις Πανελλήνιες, τα ξέχασα όλα. Πλέον είχα αποφασίσει ότι θα πήγαινα σε ιδιωτικό ΙΕΚ (το οποίο ήταν ακριβώς στο τέρμα των λεωφορείων από το σπίτι μου, και ποτέ δεν το είχα προσέξει!!!) να ακολουθήσω αυτό που είχα αγαπήσει από μικρή.

Τα πράγματα στη σχολή φυσικά και δεν ήταν εύκολα. Για έναν άνθρωπο που δεν έχει σχεδιάσει ποτέ του, ήταν πολύ δύσκολα. Παρόλα αυτά δεν υπήρχε περίπτωση να το παρατήσω. Προσπαθούσα να κερδίσω κάτι από τα χαμένα χρόνια άγνοιας. Τελείωσα, βρήκα αμέσως δουλειά πάνω στο αντικείμενο, πολύ σύντομα εξειδικεύτηκα και εργάζομαι ήδη δέκα χρόνια.

Και μετά από δέκα χρόνια έρχεται η στιγμή να αναρωτηθώ. Μήπως έχω κάνει λάθος επιλογές; Μήπως όντως δεν ήταν για μένα αυτό το επάγγελμα μια και τελικά εξασκώ το πιο μη δημιουργικό κομμάτι του; Δεν έχω σταματήσει να μελετάω και να ενημερώνομαι για τις εξελίξεις. Αλλά γιατί; Για να “κερδίσω” τον χαμένο χρόνο; Θα χρησιμοποιήσω ποτέ τις γνώσεις αυτές; Μαθαίνω για μένα ή για να “χρησιμοποιήσω” τις γνώσεις μου; Και μέχρι που θα με αφήσουν να φτάσω; Ποιοί; Στην καλύτερη περίπτωση τα πραγματικά ταλέντα, τα “παιδιά θαύματα” που μπορεί να με κάνουν να νιώσω άβολα, μειονεκτικά. Στην χειρότερη οι “κακοί” επαγγελματίες που είτε γιατί βρήκαν έτοιμα κάποια πράγματα είτε γιατί θεωρούν πως γνωρίζοντας ένα πρόγραμμα μπορούν να μετατραπούν σε “super – duper” γραφίστες, είτε γιατί μπορούν εύκολα να δουν κάτι, να το αντιγράψουν και σιγά… πολλοί θα το δουν λίγοι θα το καταλάβουν. Αυτοί απλά θα με κάνουν να νιώσω “ηλίθια”.

Επέλεξα να ακολουθήσω ένα επάγγελμα που δεν θα σταματήσει (θέλω να πιστεύω) ποτέ να ανανεώνεται και να με ανανεώνει. Θέλω να πιστεύω (αν και πολλές φορές αναρωτιέμαι γι’αυτό) ότι δεν έκανα λάθος επιλογή.

Θα επανέλθω με περισσότερες “λάθος” επιλογές.

Βράδυ Σαββάτου

Posted: June 10, 2007 in Uncategorized
Tags:

Και εσύ είσαι κάπου. Εδώ γύρω, αλλά αλλού.

Δεν νομίζω να ξεχάσω ποτέ εκείνο το τηλεφώνημα. Μόλις είχα γυρίσει από την δουλειά και καθόμουν να φάω.

Στην άλλη γραμμή μια πολύ γνώριμη – τον τελευταίο καιρό τουλάχιστον – φωνή. Σήμερα ήταν διαφορετική. Προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν διαφορετικό μια και ο τρόπος που μιλούσες ήταν το ίδιο φιλικός με τις άλλες φορές. Τελικά σε ρώτησα.

– Τι με ήθελες; (είχα συνηθίσει να μου τηλ. για δουλειά, δεν φταίω)

– Τίποτα.

– Τίποτα;

– Τίποτα. Απλά πήρα να δω τι κάνεις. Κακό είναι;

– Εεεε, όχι. Απλά είχα συνηθίσει… αλλιώς.

Φρόντισες όλες τις επόμενες φορές που με έπαιρνες τηλ. να υπάρχει κάποιος… λόγος. (πως πήγαν τα μαθήματα οδήγησης, πως ήταν ο καιρός)

Και ακολούθησε μια γλυκειά συνήθεια. Μια συνήθεια που μας επέβαλλε “να τα λέμε” καθημερινά. Μιλούσαμε αρκετά. Τόσο ώστε να μην κουραζόμαστε. Πάντα κλείναμε το τηλ. λίγο πριν βαρεθούμε. Ήμουν ο πρώτος άνθρωπος που ήθελες να δεις μόλις θα τελείωνε η εξεταστική. Και ας ήμουν ο τελευταίος που είχες γνωρίσει.

Η εξεταστική τελείωσε. Βγήκαμε. Μιλήσαμε. Είπαμε ίσως πολλά πράγματα που όμως μας οδήγησαν σε μια πολύ δυνατή φιλία. Γιατί κανείς δεν ήθελε να χάσει τον άλλο από την ζωή του.

Δεν θα ξεχάσω την έκπληξη που μου έκανες κλείνοντάς μου ραντεβού για test drive στο αυτοκίνητο που σκόπευα να πάρω. Τι γέλιο ρίξαμε όταν ο πωλητής μας διαβεβαίωνε ότι μπορεί να βγει άδεια και στα 2 ονόματα…

Ή όταν έτρεξες να δεις τι έχει το αυτοκίνητο όταν έμεινα στο δρόμο. Ήξερες ότι όλα αυτά κάποιοι τα παρεξηγούσαν, αλλά δεν μας ένοιαζε.

Δεν θα ξεχάσω τις φορές που ήσουν δίπλα μου όχι όταν το ζητούσα, αλλά όταν ήξερες ότι το ήθελα πολύ. Ότι το είχα ανάγκη.

Με ήξερες καλύτερα και από μένα πολλές φορές.

Και τώρα;

Δεν ξέρω τι ακριβώς φταίει που δεν μιλάμε καν (τρομάζω στην ιδέα ότι μπορεί να φταίει που δεν σου είπα σ’ αγαπώ όταν με ρώτησες) , μια και όταν ζόρισαν τα πράγματα και σε “χρειάστηκα” ήσουν πάλι εκεί.

Στο είχα πει στην πρώτη μας “ανοιχτή” κουβέντα: “θέλω εσύ να είσαι ευτυχισμένος. όπου και να είσαι. Αυτό θα μου αρκεί πάντα”. Τότε μου αφιερώσες το “I’m in love with an alien”. Λίγο καιρό αργότερα ακούγαμε μαζί το “My heart will go on” (και όμως ποτέ δεν εγινε το αγαπημενο μου τραγουδι).

Έχουν περάσει αρκετά χρόνια. Εξακολουθώ να θέλω να είσαι ευτυχισμένος. Με στενοχωρεί που όσες φορές σε συναντώ τυχαία με το αυτοκίνητο, δεν είσαι γελαστός. Καλή τύχη. Να ξέρεις ότι είσαι ακόμη το καλύτερο φιλαράκι. Και θα περιμένω να χτυπήσει ξανά το τηλ. απλά για να δεις τι κάνω. Έχουμε τόσα να πούμε…

Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να έχεις νέυρα με κάτι προσωπικό, επαγγελματικό, άσχετο βρε αδελφέ και να υπάρχουν άνθρωποι που σε αντιμετωπίζουν σαν να έχεις κατι που πρέπει να λύσουν.

Και σε σκανάρουν καθε φορά που μιλάς ή αντιδράς νευρικά, αναζητώντας να βρουν ΤΙ είναι αυτό που σε ενόχλησε, που σε απασχολεί, που σε προβληματίζει. Και αρχίζει ένας αγώνας εσύ να προσπαθείς να “κρυφτείς” και εκείνοι να προσπαθούν να “βρούν” την αίτια σε λόγια ή πράξεις τους.

Και μετά έρχεται η λύπηση. Το κακόμοιρο, στενοχωρήθηκε με αυτό ή με εκείνο. Ε, λοιπόν, άμα έχω κάτι που πρέπει να μάθετε θα σας το πω.

Τώρα, αν πιστεύετε ότι όντως έχετε κάνει κάτι για το οποίο μπορεί να στενοχωρήθηκα, τι να πω…

Αφιερωμένο σε σένα που από το πρωί προσπαθείς να καταλάβεις κάτι…