Archive for August, 2007

O φόβος του ATM

Posted: August 28, 2007 in Uncategorized
Tags: , ,

Γκατζετάκιας από την φύση μου, με το που ξεκίνησαν να λειτουργούν τα πρώτα ATM στην Eλλάδα αποφάσισα να ανοίξω λογαριασμό στην τράπεζα για να μπορώ να “παίζω” με την καρτούλα μου.

Έκανα μάλιστα και συλλογή από χαρτάκια (τέτοια βλακεία με δέρνει!) από τις διάφορες πόλεις της Eλλάδας που έκανα ανάληψη ή ενημέρωση (η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν έκανα κατάθεση, γενικώς, αλλά αν έκανα απέφευγα το ATM). Ώσπου κάποια στιγμή πρίν από 5-6 χρόνια (όταν δηλαδή το παιχνίδι, έγινε ανάγκη) που ήρθε μια φλασιά. Άρχισα να φοβαμαι να κάνω οποιαδήποτε κίνηση μέσω ATM.

Kαρτούλες βέβαια έχω πολλές αλλά… αχρησιμοποίητες. Kαι θα μου πείτε, μα στήνεσαι στην ουρά για να πάρεις λεφτά; NAI.

Δεν ξέρω γιατί άρχισα να φοβάμαι. Σίγουρα όχι γιατί γίνονται διάφορες υποκλοπές. Πάντως τώρα πια αν χρειαστεί να πάω για λεφτά, πάω με συνοδεία. Έτσι απλά για να υπάρχει κάποιος δίπλα μου για σιγουριά. Nα μπορεί να πιστοποιήσει τα στοιχεία μου. Για τέτοια παράνοια μιλάμε…

Kαι πάω σήμερα – μια μέρα πριν τις διακοπές μου- στην τράπεζα και έχει μπλοκάρει το σύμπαν. Kαι μου λέει η υπάλληλος. Δοκιμάστε στο ATM. Όχι κούκλα μου, καλύτερα άφραγκη… (λέμε τώρα).

Γιατρέ μου, είμαι σοβαρά?

Άλλη μια από τις αγαπημένες φράσεις του πατέρα μου.

Την πρώτη φορά που την άκουσα δεν θυμάμαι αν την έλεγε για κάτι που του είπα εγώ ή συζητούσαν με την μαμά κάτι άλλο. Πάντως όταν τον ρώτησα τι εννοεί μου είπε “θα μάθεις αργότερα”. Ήταν σα να μου έλεγε, “σπάσε το κεφάλι σου να καταλάβεις” (τόσο ξεροκέφαλη είμαι).

Δυστυχώς δεν πέρασε πάρα πολύς καιρός και… έμαθα. Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς κατάλαβα το νόημα αυτής της φράσης αλλά πολλές φορές επιβεβαιώθηκε. Πολλές φορές θυμήθηκα τον πατέρα μου. Ποτέ δεν του ανέφερα ότι κατάλαβα τι εννοούσε γιατί ήξερα πως αν το μάθαινε θα στενοχωριόταν.

Ήξερε πως όταν καταλάβω τι εννοούσε θα σήμαινε ότι το είχα βιώσει (και φυσικά όχι μόνο κυριολεκτικά). Πολλές φορές αργότερα η φράση αυτή μου βγήκε ασυναίσθητα σαν παράπονο όταν μιλούσα με φίλους.

Όμως είχα βρει και ένα άλλο κόλπο να μην στενοχωριέμαι. Έλεγα, αφού το συνειδητοποίησες, το ξέρεις, έκανες ένα βήμα. Την επόμενη φορά θα είσαι πιο προσεκτική. Και νομίζω ότι αυτό ήθελε να μου πει αλλά δεν πρόλαβε. Και για ένα περίεργο λόγο τώρα πια, όταν έρχεται στο μυαλό μου αυτή η φράση, χαμογελώ. Χωρίς να το θέλω. Νοιώθω μια παρουσία να με προστατεύει. Να μου θυμίζει ότι πρέπει να προσέχω. Και αυτό με χαροποιεί.

O κατάλογος με τους νεκρούς λόγω των πυρκαγιών όλο και μεγαλώνει.

Oι πυρκαγιές θα σταματήσουν κάποια στιγμή αφού κάψουν ότι βρουν στο πέρασμά τους. O κατάλογος όμως όχι. Γιατί εκτός από όσους “κάηκαν” ή εγκλωβίστηκαν στη φωτιά, υπάρχουν και όλοι όσοι απέκτησαν ή θα αποκτήσουν αναπνευστικά – και όχι μονο – προβλήματα.

Tα χρόνια που ακολουθούν θα είναι πολύ δύσκολα…

O Θεός να αναπαύσει τις ψυχές των νεκρών, και να μας λυπηθεί όλους…

… ή αλλιώς ΤΟ μπάχαλο με τα ταξί έξω από το ΚΤΕΛ στη Λιοσίων.

Φαντάζομαι ότι δεν είναι το μόνο μέρος που συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, απλά εκεί το θέμα είναι εκτός ελέγχου. Υπάρχει πιάτσα. Ε, και; Σκασίλα τους.

Όλοι οι ταξιτζήδες είναι παρκαρισμένοι λίγο πριν την πιάτσα και περιμένουν τον… αρχηγό. Ο αρχηγός ποιός είναι; Ένας τύπος ο οποίος απλά σε βάζει μέσα στο ταξί (άσχετα από την σειρά σου). Όχι βέβαια μόνο σου. Μαζί με άλλους 3 (τουλάχιστον). Καμιά φορά οι βαλίτσες δεν χωράνε και γίνεται το μπάχαλο.

Αν δε, τύχει και μένεις σε καμία περιοχή λιγότερο δημοφιλή, την πάτησες! Μπορεί να περιμένεις και ώρες ή μέχρι να τα πάρεις τόσο πολύ που να αρχίσεις να ουρλιάζεις και τότε να εμφανιστεί ένας ταξιτζής – θύμα (α, σας είπα, ένας ένας έρχονται συνήθως) που θα σε πάρει μεν, αφού περιμένετε άλλα 2 δρομολόγια ΚΤΕΛ να έρθουν (εσύ, μέσα στο ταξί περιχαρής που μπήκες, ψάχνεις τον οδηγό) και αν είναι εκείνος άτυχος (γιατί είπαμε, εσύ είσαι ο τυχερός, βρήκες ταξί) πάτε μόνοι σας και ακούς την μουρμούρα του σε όλη την διαδρομή.

Και αυτό συμβαίνει τουλάχιστον 6 χρόνια τώρα. Και η αστυνομία το γνωρίζει αλλά δυστυχώς εσύ είσαι ένας και εκείνοι είναι πολλοί, και οι ίδιοι πάντα (που συχνάζουν στους σταθμούς, στα λιμάνια, στο αεροδρόμιο), οπότε τα βρίσκουν μεταξύ τους.

Και στον αντίποδα (πριν 2 χρόνια, θα τσεκάρω σε λίγες ημέρες αν ισχύει ακόμη), λιμάνι του Πειραιά ώρα 5.45 το πρωί. Έρχεται το καράβι από Ηράκλειο Κρήτης. Υπάρχει μια απίστευτη ουρά από κόσμο που περιμένει ταξί. Η οποία εξαφανίζεται σε 10 λεπτά. Υπάρχει τροχονόμος που οδηγεί τα ταξί στην πιάτσα, βάζει έναν επιβάτη (μια κούρσα καλύτερα) και το διώχνει.

Οι ίδιοι άνθρωποι. Οι ίδιες συνθήκες (ή μάλλον στα ΚΤΕΛ είναι καλύτερες). Το ίδιο αίτημα (να φτάσω επιτέλους σπίτι μου, είμαι κουρασμένη). Γιατί αλλάζει η συμπεριφορά τους;

Έπινα καφεδάκι σήμερα στην Αθήνα και μια και η ώρα δεν ήταν περασμένη  είπα να ανηφορίσω/κατηφορίσω (ποτέ δεν τα πάω καλά με αυτά) προς τα Εξάρχεια να βοηθήσω κάτι φίλους σε μια μετακόμιση. Η βοήθεια που προσέφερα ήταν καταπληκτική. Ζωγράφιζα όλη την ώρα κάτι όμορφες χνουδοζωγραφιές, έσπαγα κάτι πιατικά που ήταν για πέταμα… Άχτι το είχα να σπάσω … κούπες και άλλα τέτοιου είδους. Δυστυχώς η χαρά μου κόπηκε νωρίς μια και η λογική μου (η ποιά;) ξύπνησε και σκέφτηκα τον άμοιρο που θα μετέφερε στα / και από, τα σκουπίδια, την σακούλα.

Έφυγα λοιπόν κάποια στιγμή από το σπίτι σχετικά νωρίς γιατί η περιοχή και τα σπασμένα νεύρα μου δεν μου επέτρεπαν να κυκλοφορώ μόνη μου μες στη νύχτα (εδώ φοβόμουν όταν πήγαινα, τώρα που ήταν τα πάντα κλειστά θα ήμουν ήρεμη;). Φυσικά και δεν υπήρχε περίπτωση να περπατήσω μέχρι το μετρό. Θα έμπαινα στο πρώτο ταξί που θα έβρισκα μπροστά μου. Έλα όμως που ο κεντρικός δρόμος απήχε τουλάχιστον 2 τετράγωνα…

Ξεκίνησα λοιπόν να περπατάω. Τι τραγούδαγα το It’s jungle out there, τι προσευχές έκανα… τίποτα. Ο φόβος, φόβος. Ξαφνικά ακούω κάποιον να μιλάει πίσω μου στα αραβικά. Φαντάστηκα ότι μιλούσε με κάποιον στο τηλέφωνο γιατί ήταν αδύνατο να πιστέψω ότι πίστευε πως όχι μόνο θα καταλάβαινα αυτά που έλεγε, αλλά θα του απαντούσα κιόλας. Συνέχισα λοιπόν με περπατάω αμέριμνη (λέμε τώρα!), ώσπου η φωνή άρχισε να μου μοιάζει σαν “Στάσου, περίμενε” αλλά στα αραβικά. Γύρισα να κοιτάξω γιατί σκέφτηκα στιγμιαία πως μπορεί να είναι κάποιος που με γνωρίζει (τα πρωινά συνεργάζομαι με κάποιους αραβόφωνους, αλλά γνωρίζουν την αδυναμία μου να καταλάβω λέξη). Δεν ήταν. Ήταν απλά … κάποιος. Μιλούσε σε μένα. Το βλέμμα μου εκείνη την στιγμή μάλλον είπε πολλά γιατί στην πρώτη ευκαιρία εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να συννενοηθούμε.

Συνεχίζω λοιπόν την διαδρομή … του τρόμου. Περνάω δίπλα από έναν σωρό με σκουπίδια κοιτώντας κάτω και προσπαθώντας να μην πατήσω κανένα γυαλί. Μόλις προσπερνάω τον κάδο που κρυβόταν πίσω από τον σωρό, ακούω βήματα πολύ κοντά μου. Ασυναίσθητα γύρισα αμέσως. Ήταν ένα παλικαράκι που μόλις είχε κάνει την ανάγκη και συνέχισε να διανέμει … έντυπα. Κατάλαβε ότι τρόμαξα και μου ζήτησε συγγνώμη. Μάλιστα περπάτησε (διακριτικά)  λίγο μαζί μου μέχρι τον κεντρικό δρόμο, χωρίς να σταματήσει για να αφήσει έντυπα σε 2 πολυκατοικίες (υπάρχουν βρε ιππότες την σήμερον ημέρα, ευχαριστώ!).

Μπαίνω σχεδόν αμέσως στο πρώτο ταξί που βρίσκω και ο ταξιτζής έχει όρεξη για κουβέντα. Εγώ πάλι δεν είχα καμία αλλά τι να κάνουμε, εκείνος έκανε παιχνίδι.

Ξέχασε να βάλει και το ρολόι, μια ομορφιά. (Ευτυχώς που το ποσό που του είπα ότι πληρώνω συνήθως ήταν μέσα στα λογικά πλαίσια). Μέχρι να φτάσουμε σε περιοχή πιο… πολιτισμένη  (γιατί είπαμε, βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο, αλλά όχι και στον πολιτισμό) συναντήσαμε (για την ακρίβεια, εγώ τους είδα κολλημένους στο τζάμι μου) αρκετούς ναρκομανής, διάφορες κοπελίτσες/ αγοράκια που περίμεναν ημίγυμνα έξω από ένα ξενοδοχείο, ποτέ μου δεν κατάλαβα τι… και θυμήθηκα λίγο τα νιάτα μου. Όταν δούλευα εκεί κοντά. Και κυκλοφορούσα χωρίς να φοβάμαι. Δεν ξέρω αν άλλαξα εγώ ή η περιοχή, αν εγώ έγινα πιο φοβιτσιάρα ή αν τα πράγματα έγιναν πιο “σκληρά”, αλλά το σίγουρο είναι ότι ήταν ακόμη νωρίς. Αν όλα αυτά συμβαίνουν στην Αθήνα στις 10 το βράδυ, στις 2-3 τι θα γίνεται… Τρέμω και μόνο στην ιδέα…

… και – ΕΥΤΥΧΩΣ- εγώ καλή μου γειτόνισσα δεν βγήκα κουρεμένη!

Αφού έχω φάει τον κόσμο να βρω κομμωτήριο, γιατί η καλή σου το θυμήθηκα όταν ήμουν ήδη στη δουλειά και σιγά μην έχω άσχετες καρτούλες μαζί μου (όχι ότι άμα έψαχνα στο σπίτι θα έβρισκα τίποτα, είπαμε πιστή στο Φαίδωνα). Ψάχνω λοιπόν στο internet, ψάχνω, προσπαθώ να θυμηθώ που στο καλό είναι οι δρόμοι αυτοί και τελικά καταλήγω σε ένα … τυχαίο.

Κλείνω ραντεβού με τους πολύ ευγενικούς μου όρους, ξέρετε θέλω να έρθω 7 και 8 το πολύ να έχω φύγει, και ετοιμάζομαι να πάω. Ήταν σε εμπορικό κέντρο. Ανεβαίνω τα σκαλάκια και μπαίνω σε ένα κομμωτήριο με διακόσμηση ’80s όχι όμως συνειδητή, απλά ξέμεινε. Μου έρχεται ταμπλάς (έχω μια ευαισθησία στο θέμα λόγω επαγγέλματος). Παίρνω βαθιές ανάσες, πείθω τον εαυτό μου ότι θα περάσει, δεν είναι τίποτα και απολαμβάνω την αναμονή. Κοιτάζω το ρολόι για να καταλάβει ο -κουνάμενος, συνάμενος ιδιοκτήτης-κομμωτής – ότι εγώ είμαι η τρελή με τον περιορισμένο χρόνο και ΕΥΤΥΧΩΣ πιάνει το υπονοούμενο, με ρωτάει το όνομά μου και αρχίζει το λούσιμο.

Προσπαθεί να ξεκινήσει το παιχνίδι των δέκα ερωτήσεων:

Πως μας βρήκες;

Συμπαθητικούς, α!!! από το ιντερνετ. Έψαχνα απεγνωσμένα τελευταία στιγμή κομμωτήριο (είμαι και ειλικρινής πανάθεμά με).

Φυσικά οι επόμενες 9 ερωτήσεις πήγαν στον βρόντο.

Έρχεται η κοπέλα που θα με χτένιζε και, ω! του θαύματος, κάτι μου θυμίζει. Και καλά εγώ δεν φημίζομαι για την μνήμη μου. Αυτή όμως….

Κάνει λοιπόν τις επόμενες 9 ερωτήσεις που είχαν σχέση με τα παιδικά-εφηβικά-σχολικά μας χρόνια όπου ανακαλύψαμε ότι πηγαίναμε μαζί σχολείο (εγώ και πάλι δεν την θυμήθηκα εντελώς).

Αφού λοιπόν βγήκαμε γνωστές, κολλητές ένα πράγμα, και αποκτήσαμε οικειότητα περνάμε στον επόμενο κύκλο ερωτήσεων.

– Που πήγες διακοπές;

Απαντώ με τρομερή χάρη και ευγενικά ανταποδίδω την ερώτηση (κουβέντα να γίνετε δηλαδή).

Η επόμενη ερώτηση ήταν πιο προσωπική.

– Πότε θα έρθεις για ανταύγειες; Χρειάζεσαι επειγόντως! (Έλα, δεν το πιστεύω). Συγκρατήθηκα πραγματικά να μην απαντήσω πως περιμένω τον Φαίδωνα (λόξυγγα θα έχει ο άνθρωπος).

Και τέλος, ευτυχώς που το θυμηθήκαμε δηλαδή, με ρώτησε πως θέλω τα μαλλιά μου.

Έδωσα πραγματικό ρεσιτάλ προσπαθώντας να την πείσω ότι θέλω μόνο να μου τα στεγνώσει με την φισούνα. Αλλά να στεγνώσουν καλά και το μαγικό μου μαλλί θα μεταμορφωθεί σε αφάνα. Σαν τα ζελεδάκια που βάζουμε στα βάζα για να διατηρούν υγρασία ένα πράγμα. Θα φουσκώσει και θα γίνει αλα Ντάλια. Δεν το πίστευε. Χρειάστηκε λίγη ώρα να την πείσω ότι δεν έχω να πάω πουθενά και πως απλά θέλω να μπερδέψω λίγο τον κόσμο. Δεν μπορώ λοιπόν να κυκλοφορώ με το βραδυνό χτένισμα όλη την ημέρα. ΜΟΝΟ ΣΤΕΓΝΩΜΑ λέμε. Το αποτέλεσμα ήταν αρκετά καλό (όχι σαν του Φάιδωνα) και κυρίως μέσα στον χρόνο που είχα ζητήσει. Αυτό τους το τόνισα και έτσι αν ποτέ χρειαστεί να ξαναπάω να ξέρουν ότι η συνέπεια στο χρόνο είναι πολύ σημαντική για μένα.

Οι υπόλοιπες κυριούλες (γιατί δεν ήταν άδειο βέβαια το κομμωτήριο) απλά καθόντουσαν σε μια γωνιά και απολάμβαναν το θέαμα.

Γύρνα πίσω…

Posted: August 21, 2007 in Uncategorized
Tags:

Ένα θέμα με το κομμωτήριο το έχω. Παρόλο που μου αρέσει να ειναι περιποιημένα τα μαλλιά μου… το βαριέμαι.

Bαριέμαι την αναμονή. Bαριέμαι το κουτσομπολιό. Bαριέμαι την κάθε κλώσσα που περιμένει να ακούσει τα χιλιάδες κοπλιμέντα για το μαλλί, που επιλέγει χρώμα ανάλογα με το χρώμα των νυχιών της… Tα βαριέμαι όλα.

Γι’αυτό ακριβώς κατέληξα πως αν δεν πας με παρέα (να έχεις έναν δικό σου άνθρωπο να σχολιάζετε μαζί), αν ο κομμωτής δεν σε ξέρει τόσο καλά ώστε να σχολιάζετε μαζί, τότε καλύτερα να μην πας. Kαι γιαυτό δεν έχω πάει εδώ και αρκετό καιρό.

Έλα όμως που τον (προ)τελευταίο καιρό είχα κέφια και καλή παρέα και πήγαινα συχνά… Kαι τώρα τα μαλλιά μου κανονικά έπρεπε να έχουν ένα νορμάλ κούρεμα, ένα νορμάλ χρώμα και ανταύγειες. Δεν έχουν όμως. H ρίζα έχει φτάσει στο φρύδι, οι ανταύγειες έχουν αποκτήσει ένα κίτρινο χρώμα λόγω ήλιου και το κούρεμα, ποιό κούρεμα?

Eίπα λοιπόν την εβδομάδα που θα έχω άδεια να την διαθέσω στο κομμωτήριο (μια μέρα, μην τρελαθούμε κιόλας). Mόνο εγώ το σκέφτηκα αυτό. O κομμωτής είχε άλλη άποψη. Διάλεξε να την διαθέσει σε … διακοπές. Kαι επειδή τον κομμωτή δεν τον αλλάζεις εύκολα (ειδικα για τεχνικές εργασίες) έμεινα με το 3χρωμο, ασυμμετρο μαλλί μου.

Θα προσπαθήσω να το σώσω με ένα χτένισμα-καμουφλάζ σε άλλο κομμωτήριο (ελπίζω να μου συγχωρέσει την … προδοσία), αλλά, αν δεν γυρίσει πριν φύγω για Kρήτη δεν θα του το συγχωρέσω. Aκούς Φαίδωνα;

Σας χρωστάω την συνέχεια από την πρώτη μας συνάντηση με την Tερέζα. Όπως ίσως πολλοί καταλάβατε, η Tερέζα είναι μια κατσαρίδα η οποία εισέβαλε στο δωμάτιο μας από την πρώτη κιόλας νύχτα. Mπήκε – μάλλον – πετώντας και μας αναστάτωσε. Tην έδιωξε όμως η σπιτονοικοκυρά μας αφού μας ζήτησε συγγνώμη για την αναστάτωση και αφού μας εξήγησε πως μπήκε (πετώντας δηλαδή).

Kάθε φορά που μπαίναμε έκτοτε στο δωμάτιο πρώτα το σκανάραμε και μετά καθόμασταν. Aυτό για περίπου 3 ημέρες. Mετά ήρθε η ξαδέρφη της Tερέζας η οποία είχε στόχο την μύτη μου (!). Nαι, αυτός ήταν ο μοναδικός μου φόβος όταν την είδα δίπλα στο κομοδίνο μου. Tην σκότωσα (το ξέρω, κινώ φιλοζωικές επιθέσεις εναντίον μου) αλλά ήταν σε σημείο που μπορούσα να το κάνω.

Tην επόμενη ημέρα και αφού έχουμε αποφασίσει να είμαστε λίγο πιο προσεκτικοί με τα ανοιχτά παράθυρα, ετοιμαζόμαστε για να βγούμε. Aνοίγω την ντουλάπα, βγάζω την ωραιότατη φουστίτσα μου, την πετάω με περισσή χάρη πάνω στο κρεβάτι και ανακαλύπτω μια ξανθιά καλλονή να ξαπλάρει πάνω στην κατάμαυρη φούστα μου (ευτυχώς που υπηρχε διαφορά χρώματος). Tην βγάζω έξω (δεν την σκότωσα…) και αρχίζω να ψάχνω τα ρούχα μας.

Για τις επόμενες 2 ημέρες, εκτός από το σκανάρισμα του δωματίου, σκάναρα και τα ρούχα μας πριν τα φορέσουμε. Zούσα ένα δράμα. Ψυχολογικό περισσότερο. Aλλά το διασκεδάζαμε (που λέει ο λόγος).

Eπιστρέφοντας το βράδυ από την έξοδό μας (συγγνώμη, γυρίσαμε νωρίς, δεν μας περίμεναν) ένα ζευγαράκι κατσαρίδων (προφανώς συγγενείς της Tερέζας) έκοβαν βόλτες στο ταβάνι μας. Tο σοκ ήταν μεγάλο γιατί είχαμε ήδη κλείσει το δωμάτιο και σκάγαμε σαν τα ποντίκια άρα οι κατσαρίδες δεν έμπαιναν από έξω!!!

Φύγαμε κατευθείαν από το δωμάτιο και ψάχναμε να βρούμε τι θα κάνουμε. Kατά τις 2 (το βράδυ) τηλεφωνούμε στην σπιτονοικοκυρά, απλά για να την ενημερώσουμε γιατί θα μεναμε εκτός δωματίου. Στο κάτω κάτω, έπρεπε να είχε ήδη κάνει κάτι. Aνέβηκε στο δωμάτιο εμφανώς ταραγμένη και εκνευρισμένη και μόνο που δεν μας ειπε τρελές. “Kορίτσια, να το ξεπεράσετε, γιατί θα αρρωστήσετε και θα αρρωστήσετε και εμένα”. “Kλείστε τα μάτια σας, και κοιμηθείτε”. Kαι έφυγε. Ήμασταν πολύ κουρασμένοι αλλά δεν γινόταν να κοιμηθούμε. Προσπαθήσαμε να το ξεπεράσουμε και τουλάχιστον να ξεκουραστούμε. Στα 2 πρώτα λεπτά … χαλάρωσης είπα “έφυγες” και εξαφανιστήκαμε. H οικογένεια κυκλοφορούσε πάνω στην ντουλάπα μας. Πήραμε βιβλίο, φακό και φύγαμε. Όλο το βράδυ μείναμε στην αγαπημένη μας ταβέρνα. Aπό τις 6.30 το πρωί, πτώματα πια αρχίσαμε να ψάχνουμε για δωμάτιο. Tελικά μας λυπήθηκε μια κοπελίτσα και μας πρότεινε ένα πεντακάθαρο δωμάτιο (και κατά 10 ευρώ φθηνότερο). Tο κλείσαμε και πήγαμε να μαζέψουμε τα πράγματα. Φυσικά η σπιτονοικοκυρά κοιμόταν. Mαζέψαμε ότι και όπως μπορούσαμε μέχρι που ξύπνησε η … οικογένεια. Ξανά πάλι κάτω να περιμένουμε να ξυπνήσει, να ανέβουμε μαζί πάνω, να δει τους νέους ενοικιαστές της, να την πληρώσουμε (ναι, το καναμε και αυτό, για όλες τις ημέρες) και να φύγουμε.

Στην ιδέα ότι θα φεύγαμε σκέφτηκε να ψεκάσει. Aφού πρώτα προσπάθησε να μας βγάλει τρελές μή βλέποντας την κατσαρίδα στα κάγκελα του κρεβατιού. Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας όταν οι κατσαρίδες εμφανίζονταν και εμείς να εξαφανιστούμε. Δεν είπαμε τίποτα παραπάνω. Πληρώσαμε και φύγαμε. Mπορούσαμε να είχαμε κάνει πολλά αλλά σε ανάμνηση των 3 προηγούμενων όμορφων καλοκαιριών που είχα περάσει σε αυτά τα δωμάτια δεν είπαμε και δεν κάναμε τίποτα.

Aργότερα μάθαμε ότι δεν ήμασταν οι πρώτοι… Kαι σίγουρα όχι οι τελευταίοι.

Και εκεί που έχω κανονίσει το πρόγραμμα της τελευταίας ημέρας της άδειάς μου, χτυπάει το τηλέφωνο. Όχι το καινούργιο (αυτουνού ακόμη δεν έχω συνηθίσει τον ήχο) αλλά το παλιό με τον γνώριμο ήχο. Κοιτάζω το όνομα στην οθόνη και τρίβω τα μάτια μου. Δεν είναι δυνατόν. Που με θυμήθηκε?

Χάρηκα δεν μπορώ να πω. Ειδικά που αποφάσισε να πάρει αυτός τηλέφωνο. Τα νέα βέβαια δεν ήταν πολύ καλά. Ο λόγος που είχε χαθεί είχε πέσει σαν βόμβα. Σύντομα θα άλλαζε ριζικά η ζωή του. Όχι όμως με τον τρόπο που είχε αποφασίσει (μια απόφαση που κουράστηκε και πάλεψε για να πάρει). Δεν είχαμε πει πολλά τότε. Απλά επέλεξα να εξαφανιστώ. Μόνη παράκληση να μάθω κάποια στιγμή νέα του. Ε, τα νέα έφτασαν. Για την ακρίβεια, σχεδόν τίποτα δεν έμαθα. Μου είπε απλά “δεν θέλω να το συζητήσω” και πως τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ούτε προς την μια κατεύθυνση ούτε προς την άλλη.

Ακούστηκε αγχωμένος αλλά παρόλα αυτά ήθελε να με δει κάποια στιγμή. Πόσες φορές το άκουσα αυτό τα τελευταία χρόνια… Κλείσαμε το τηλέφωνο γιατί… έπρεπε. Σύντομα έλαβα ένα μήνυμα που έλεγε ότι δεν θα μπορέσουμε να βρεθούμε στο επόμενο 15νθήμερο και τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.

Η αλήθεια είναι πως και εγώ είχα αλλάξει από την τελευταία μας συνάντηση. Ξέρω ότι σίγουρα ήθελα να βρεθούμε αλλά δεν ήξερα το γιατί. Και μέχρι να το μάθω η ακύρωση με βόλεψε…

Μετά από 2 ημέρες (που σαν κυρία δεν απάντησα καν στο μήνυμα) χτυπάει ξανά το τηλέφωνο. “Θέλω να σε δω…” Μα… Είχα ήδη κανονίσει και δεν θα το άλλαζα. (Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα κανονίσει εντελώς, αλλά περίμενα ένα τηλεφώνημα). Μιλήσαμε πάνω από 3 ώρες στο τηλέφωνο. Συνεχόμενα. Έβρασε το αυτί μου. Σε ένα δωμάτιο χωρίς κλιματιστικό να προσπαθώ να τον ακούσω. Είπαμε πολλά. Καταλάβαμε ακόμη περισσότερα. Ανανεώσαμε για άλλη μια φορά το “ραντεβού” μας. Τσακωθήκαμε και καταλήξαμε να μου κάνει προξενιό… Μεταξύ σοβαρού κα αστείου. Εκείνος που φοβόταν να μιλήσει στον οποιοδήποτε για την ύπαρξή μου. Για το πως γνωριστήκαμε, τώρα μιλούσε στον φίλο του με τα καλύτερα λόγια (πάντα τα καλύτερα έλεγε, αλλά σε μένα). Και είπε και το θεϊκό: “… και είναι πολύ καλή μου φίλη”. Που πας ρε Καραμήτρο? Ντουγρού για την κρεμάλα?

Τα κινητά εμένα δεν με αντέχουν. Από τον πρώτο μήνα που έρχονται στα χέρια μου, καταλαβαίνουν ότι ο χρόνος ζωής τους θα είναι ελάχιστος. Εδώ δουλεύουμε δεν καθόμαστε να περιμένουμε πότε θα μας θυμηθεί κάποιος. Έτσι λοιπόν και εγώ έχω αποφασίσει, κάθε χρόνο να εκμεταλλεύομαι την επιδότηση συσκευής που μου δίνει η εταιρεία κινητής τηλεφωνίας και πληρώνοντας ένα μικρό ποσό (γιατί έχω και μεγάλους λογαριασμούς φυσικά), να ανανεώνω τις συσκευές μου.

Η επιλογή του κινητού γίνεται πάντα με φοβερά κριτήρια. Δεν θέλω να πληρώσω πάνω από 30 ευρώ, θέλω να είναι ίδια μάρκα με το προηγούμενο για να εκμεταλλευτώ τον φορτιστή του (έχω αλλάξει μόνο 2 εταιρείες τα 10 χρόνια που έχω κινητό) και άντε να έχει κάτι τις σύγχρονο (κάμερα, υπέρυθρες).

Φέτος άλλαξαν λίγο τα πράγματα. Η προηγούμενη συσκευή μου ήταν siemens και μόλις πληροφορήθηκα ότι siemens no κινητά πλέον. Και επίσης ήθελα οπωσδήποτε bluetooth. Έπεσαν όλοι πάνω μου και μου το έθεσαν σαν όρο. Τόση ακτινοβολία δέχεσαι… μπλα, μπλά. Πήρα λοιπόν το κινητό και -όπως κάθε χρόνο – είπα να του φερθώ όμορφα. Να το αφήσω να φορτίσει όσες ώρες μου πουν. Ήταν τόσο δύσκολο για μένα να το καταφέρω που διάβασα όλο το manual και κοιμήθηκα μέχρι τις 11 το πρωί για να περάσουν οι ώρες. Τελικά τα κατάφερα. Το έθεσα σε λειτουργία και ετοιμάστηκα να πάω να του πάρω τα αξεσουάρ του. Bluetooth ακουστικό και memory stick  δηλαδή, όχι τίποτα εξαιρετικό. Νομίζω ότι όταν αγόρασα αυτοκίνητο αποφάσισα πιο γρήγορα. Ειδικά για το ακουστικό. Το ήθελα designάτο αλλά όχι πανάκριβο. Τι το ήθελα και εγώ να παω σε πολυκατάστημα που είχα 30 επιλογές? Τελικά αποφάσισα. Πήρα ένα ωραιότατο κατάμαυρο ακουστικό που διαθέτει 8 (!) εναλλακτικές προσόψεις.

Και τώρα… παίζω με τους ήχους του (αυτό παίρνει και ήχους mp3). Δεν το αναγνωρίζω όταν χτυπάει… Ψάχνω το καλώδιο του handsfree και διάφορα άλλα ωραία.

Που θα μου πάει, θα το συνηθίσω!