Tο ήξερα ότι το σημερινό πρωίνό ξύπνημα δε θα είναι ευχάριστο. Όμως δε με ένοιαζε καθόλου. Eίχα κάνει σχέδια για να το διασκεδάσω. Έβαλα το ξυπνητήρι δέκα λεπτά νωρίτερα, για να μπορώ να χουζουρέψω περισσότερο (ο κόσμος να χαλάσει, το χουζούρι δεν το χάνω).
Kάποια στιγμή ακούω τα καναρίνια να κελαηδάνε συνεχώς… H αλήθεια είναι ότι δεν είναι πρώτη φορά και ότι πάντα τα αγνοώ. Όμως αυτή τη φορά κάτι με τρόμαξε. Aφού τα άφησα να ξελαρυγγιάζονται κανά 5λεπτο είπα να σηκωθώ. Aνοίγω με μισόκλειστα μάτια το παράθυρο, βγαίνω στο μπαλκόνι και αντικρύζω το εξής:
Tο θηλυκό να κλωσάει και το αρσενικό να κάθεται δίπλα της και να της κελαηδάει… Tα δύο άλλα κελαηδούσαν χωρίς λόγο (ελπίζω). Tα χάζεψα αρκετή ώρα. Kαι αφού τους έδωσα να καταλάβουν ότι ναι, το είδα το σκηνικό, τους άλλαξα νερό και συνέχισα τον ύπνο μου. Έχασα τα δέκα λεπτά παραπανίσιο χουζούρι αλλά χαλάλι…
Πάντα το άκουγα, αλλά τα τελευταία χρόνια η συχνότητα έχει μεγαλώσει. “Ε, είσαι παιδί του μπαμπά σου εσύ…” και συνόδευε πάντα κάτι “προκομένο” που έκανα. Η αλήθεια είναι ότι καμάρωνα διπλα. Μία γιατί έκανα κάτι όμορφο και μία γιατί, όπως και να το κάνουμε, το έκανα τόσο καλά όσο θα το έκανε ο μπαμπάς. Βέβαια πολλές φορές αναρωτιόμουν, γιατί πήρα μόνο αυτό ή μόνο εκείνο από τον μπαμπά και όχι το άλλο που πολύ θα ήθελα… Ε, ναι, αν δεν το έχετε καταλάβει είμαι και πλεονέκτρα.
Άλλες πάλι φορές, σκεφτόμουν … από την μαμά άραγε δεν έχω πάρει τίποτα; Χμ… σίγουρα το ότι όλοι με λένε σουρτούκο. Ότι γυρίζω συνεχώς (αν καταλάβατε, μόλις το παραδέχτηκα). Ναι, αυτό το πήρα από την μαμά. Τίποτα άλλο όμως;
… Και η ώρα είναι 03.00 καθημερινή, έχοντας περάσει ένα πολύ όμορφο απόγευμα-βράδυ, κάθομαι στον υπολογιστή. Κοιτάζω γύρω μου και σκέφτομαι…
Θυμάμαι να μας “κοροϊδεύεις” μετά από γιορτές και τραπέζια στο σπίτι, που μας έστελνες να κοιμηθούμε και εσύ σηκωνόσουν να μαζέψεις για να ξυπνήσουμε και να είναι όλα τέλεια. Θυμάμαι που προσπαθούσαμε να κάνουμε συμφωνία μαζί σου, ότι θα κοιμηθείς και θα σε βοηθήσουμε και εμείς μετά. Σε θυμάμαι να ξυπνάς πολύ πρωί για να μαγειρέψεις έτσι ώστε όταν θα ξυπνήσουμε να είναι έτοιμο το φαγητό (λες και θα τρώγαμε για πρωϊνό, παστίτσιο)… θυμάμαι όλα αυτά και κοιτάζω γύρω μου.
Τίποτα δε θυμίζει ότι πριν λίγη ώρα, το σπίτι είχε κοσμο…
Αμ, σου μοιάζω και εσένα… και ας μην το παραδέχομαι.
Το ξέρω ότι θα ξυπνήσω με το ζόρι το πρωί, αλλά θα ξυπνήσω με ένα τεράστιο χαμόγελο…
Κλασική σκηνή. Το τηλέφωνο χτυπάει την ώρα που πάω να φύγω.
– Παρακαλω;
– Έλα ρε Έλενα, πως και σπίτι;
– Φεύγω. Να σε πάρω σε λίγο από το κινητό;
– Αμάν ρε Έλενα, μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις. Να με πάρεις μόλις μαζευτείς σπίτι…
– Καλά, καλά. Έφυγαααα
Και όμως, με έβαλε σε σκέψεις. Τι εννοεί μια ζωή με θυμάται να φεύγω. Σίγουρα όχι το λαϊκό άσμα ή την ταινία μικρού μήκους. Κάτι άλλο εννοεί ή αν δεν το εννοεί κατάφερε να με κάνει να το σκέφτομαι.
Για να σκεφτώ… Φεύγω ε; Θα ρωτήσω.
– Να σου πω, τι εννοούσες με το μια ζωή με θυμάσαι να φεύγω;
– Ψαρώσαμε;
– Λέγε.
– Πάντα φεύγεις, από παντού φεύγεις.
– Τι λες μωρέ; Είμαι δέκα χρόνια στην ίδια δουλειά, έχω σχεδόν 20 χρόνια τους ίδιους φίλους. Με δουλεύεις; Και καθόμουν και το σκεφτόμουν σοβαρά.
– Εγώ μια κουβέντα είπα. Εσύ για να το σκέφτεσαι κάτι σημαίνει.
– Δεν εννοούσες κάτι δηλαδή.
– Εννοούσα. Σκέψου λίγο τις παρέες σου (όχι τους φίλους), τις δραστηριότητές σου, τις σχέσεις σου… να συνεχίσω ή έβαλα πολλά δεδομένα;
– Εεεε, τι να σκεφτώ, ακριβώς;
– Αλλάζεις. Φεύγεις συνεχώς πότε σαν κυνηγημένη και πότε σα να κυνηγάς εσύ κάτι. Από την μια θέλεις να αλλάξεις γιατί προσπαθείς να ξεφύγεις από κάτι που δεν ξέρω αν γνωρίζεις τι και από την άλλη ψάχνεις σαν τρελή να βρεις κάτι άλλο.
– Μμμμ… Δεν είναι τίποτα…
– … ναι, της ηλικίας. Σου έκανα δωρεάν ψυχανάλυση. Θα σε δούμε κάμια μέρα ή έχω αρχίσει να σε γνωρίζω καλά και θα τρέξεις να φύγεις πάλι;
– νια, νια, νια γκρίνια!
Είσαι μακριά
Στίχοι: Νίκος Μωραΐτης
Μουσική: Μαρία Κ. Παπαδοπούλου
Πρώτη εκτέλεση: Ραλλία Χρηστίδου
Σε βλέπω να φεύγεις
να παίρνεις μια μπλούζα, μια τσάντα στον ώμο.
Σε βλέπω να φεύγεις
να κλείνεις την πόρτα, να βγαίνεις στο δρόμο.
Τριγύρω όλο φώτα, παντού στολισμένα, ο κόσμος γιορτάζει.
Απόψε η νύχτα, κεράκι που λιώνει και μέσα μου στάζει.
Με βλέπεις να φεύγω,
να παίρνω δυο μάτια κλαμένα μαζί μου.
Με βλέπεις να φεύγω,
να σφίγγω έναν κόμπο βαθιά στη φωνή μου.
Ανοίγω το βήμα, δειλά καταφέρνω να βρω έναν δρόμο.
Απόψε το σώμα, βαρύ σαν ατσάλι, σηκώνει τον κόσμο.
Είσαι μακριά απ’ την καρδιά μου πια.
Πόσα χιλιόμετρα απέχεις; Κι εγώ μακριά.
Δεν φεύγω να σωθώ, φεύγω να μη σε δω, που φεύγεις.
Συνήθως τα όνειρα που βλέπω είναι ένα εντελώς μπερδεμένο πράγμα που αγγίζει τα όνειρα επιστημονικής φαντασίας και φυσικά τις περισσότερες φορές ρίχνω απίστευτο γέλιο μετά.
Το τελευταίο αυτής της κατηγορίας ήταν τα έπιπλα του γραφείου του Πέτρου όπου είχε ότι και όποιον μπορείς να φανταστείς μέσα. Το καλύτερο δε ήταν ότι συνεχίστηκε και μόλις ξύπνησα και ευτυχώς πήγα στη δουλειά. (δε γράφω λεπτομέρειες γιατί μου είπαν ότι όταν τα περιγράφω live είμαι πιο παραστατική, χαχαχαχα)
Τα όνειρα, μετά τα οποία ξυπνάω έντρομη είναι λίγα. Δε θα ξεχάσω όμως όταν είδα ότι είχε σκοτωθεί ένας φίλος μου, πηγαίνοντας οδικώς ταξίδι. Με πήρε τηλέφωνο (και με ξύπνησε το ζώον) για να μου πει ότι φεύγουν ταξίδι με τον πατέρα του. Είδα και έπαθα να κρατηθώ να μην πω τίποτα… Ευτυχώς επέστρεψαν σώοι.
Τα μεσημεριανά όνειρα είναι όμως αυτά που πάντα κάτι μου λένε. Ίσως επειδή είμαι πιο χαλαρή, μια και ο μεσημεριανός ύπνος δεν είναι υποχρέωση αλλά απόλαυση. Και ναι, δεν κάνω πλάκα. Όσες φορές έχω δει όνειρο, το μεσημέρι (είναι σπάνιο, το ομολογώ) πάντα θα έχει μια πρόταση – λύση – ιδέα μέσα του.
Το σημερινό ήταν μια άλλη ιστορία. Καταρχάς ήταν απίστευτα ζωντανό. Ένιωθα πράγματα. Πόνο, δίψα, χαρά, απορία… Άνοιξα τα μάτια κάποια στιγμή να σιγουρευτώ ότι δεν είναι πραγματικότητα. Και το όνειρο συνεχίστηκε. Ίσως να είχα ανάγκη μέσα στον ύπνο μου να σιγουρευτώ ότι δεν είναι πραγματικότητα αλλά κάπως έτσι θα ήταν, αν ήταν πραγματικότητα. Δεν ξέρω, ήταν μπερδεμένο. Έπρεπε να χαίρομαι, όμως ήταν κάτι που δεν ήθελα να δώ. Όχι αυτή τη χρονική περίοδο τουλάχιστον.
Πριν πολλάαααα χρόνια (άκου γεννηθείς το 93, με σύγχισες μικρό!), όταν ξεκίνησα δειλά δειλά να δοκιμάζω τα πρώτα μπουκάλια Τεκίλα ο αδελφός μου μου είχε πει: “Να ξέρεις, όταν πίνει κάποιος, μπορεί να αλλάξει η συμπεριφορά του. Συνήθως βγάζει μια πλευρά του χαρακτήρα του, που έχει κρυμμένη τον υπόλοιπο καιρό”. Δεν το κατάλαβα εντελώς, παρόλο που “είδα” για ποιο λόγο μου το έλεγε. Παρόλα αυτά ήταν ρήση του μεγάλου αδελφού και – όπως κάνω πάντα – την κράτησα καλά φυλαγμένη για χρήση όταν και εφόσον…
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, κατάλαβα τι εννοούσε. Είχα δει παρέες να διαλύονται, φιλίες να δοκιμάζονται άσχημα, σχέσεις να κλωνίζονται… (παραβλέπω τα αρνητικά σχόλια που σκέφτηκες!) Είχα μάθει όμως απλά να παρατηρώ και να κρίνω εκ του αποτελέσματος. Ένας άνθρωπος που εκτιμούσα πριν, σίγουρα “πέφτει” στα μάτια μου, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι χάνει την εκτίμηση μου (πολύ σημαντικό πράγμα, μη χάσει!) απλά ξέρω πλέον που… βαδίζω.
Η αφορμή όμως για την εγγραφή ήταν άλλη. (ε, ναι δεν ξύπνησα πρωί πρωί για να γράψω για ποτά και για ξενύχτια μόνο)
Μια εντελώς ασύμβατη παρέα που τους ενώνει ένα μόνο πράγμα αποφασίζει να βγει για φαγητό (για την ακρίβεια, προσκαλείται από ένα άτομο, σαν επιβράβευση). Οι ηλικίες ποικίλουν… Το κρασί ρέει άφθονο… Οι συζητήσεις χαλαρώνουν. Δεν είμαι πουριτανή αλλά όταν στην παρέα υπάρχουν ανήλικα παιδιά (που τα έχουν εμπιστευτεί σε κάποιους ανθρώπους) τα οποία δεν σέβεται κανείς, γίνομαι έξαλλη. Η συζήτηση γίνεται… πικάντικη, πολύ όμως. Το κρασί συνεχίζει να ρέει… Τα αίματα ανάβουν. Η συζήτηση παίρνει φωτιά. “Ρε παιδιά, τί γίνεται εδώ; Η γυναίκα του τάδε την πέφτει στον δείνα ενώ ο τάδε είναι μπροστά;” Έρχεται ο λογαριασμός. Ο οικοδεσπότης ακροβατεί ανάμεσα στο λιώμα και στο έχω χάσει την μπάλα και δεν το ξέρω. Να μην πολυλογώ, η πρόσκληση τελικά ήταν απλά πρόταση για φαγητό. Ο καθένας πλήρωσε τα δικά του (πολύ στενοχωρήθηκα όταν το ανήλικο μετρούσε το χαρτζιλίκι του) και ξεκινήσαμε για … κάπου αλλού. Οι οδηγοί, χμ… δεν ήταν και πολύ νηφάλιοι.
– Το παιδί να το πάω εγώ σπίτι του;
– Όχι, όχι άστο, θα το πάω εγώ. Το είπα στη μητέρα της… είπε ο μεθυσμένος και φόρεσε το καλό του χαμόγελο.
– Το ότι είσαι λιώμα, το είπες;
– Ε, όχι και λιώμα με λίγο κρασάκι.
Το παιδί θα ακολουθήσει την παρέα (δεν έχει μεγάλο αδελφό για να την ενημερώσει…). Εξάλλου έχει πει στη μαμά της ότι θα την πάει ο άλλος στο σπίτι, ευκαιρία για να ζήσει τη ζωή των μεγάλων.
Εγώ, ήρθε η ώρα να αποχωρήσω. Γέρασα πια και δεν αντέχω τα ξενύχτια και τα ξύδια 😉