Archive for March, 2009

Είχα καιρό να εκνευριστώ… Για την ακρίβεια, είχα αποφασίσει να μην αφήσω κανέναν να με εκνευρίσει. Αλλά…

Για άλλη μια φορά απέδειξες ότι είσαι ανίκανος να χειριστείς ένα απλό θέμα. Λυπάμαι που στο λέω αλλά η θέση του “ηγέτη” πρέπει να δίνεται σε αυτούς που μπορούν να δίνουν λύσεις στα προβλήματα. ΟΚ. Δεν έφταιγες εσύ. Ούτε όμως και εγώ. Και εγώ δεν νευρίασα με το λάθος. Νευρίασα με την ανικανότητά σου να προτίνεις κάτι άλλο. Και περίμενα να δω τι θα πεις. Ήλπιζα μέχρι τελευταία στιγμή. Ήλπιζα και εκ των υστέρων να πεις κάτι.

Και είπες… Εκ του ασφαλούς μεν αλλά το δέχτηκα. Μπορεί να άργησες να το σκεφτείς είπα. Ας μη σε κατηγορώ λοιπόν.

Ούπς! Κάνεις το ίδιο λάθος δεύτερη φορά μέσα στην ίδια μέρα. Συγγνώμη κιόλας, αλλά δεν ήθελα χάρη. Λεφτά ήθελα να σου δώσω. Και σου είπα ότι είμαι κομμάτια και πρέπει να φύγω. Και όμως περίμενα 20 λεπτά να χαζογελάσεις.Και τελικά έφυγα. Χωρίς να σου πω τίποτα.

Προφανώς τσαντίστηκες. Και μου την είπες. Για άλλο λόγο. Για τον λάθος λόγο, μια και εγώ ήμουν ξεκάθαρη από την αρχή. “Ας το ξεκινήσουμε έτσι, αλλά ίσως χρειαστεί να αλλάξει στην πορεία”. Και χρειάστηκε. Και η αντίδρασή σου ήταν… “δεν μπορούν όλα να γίνονται όπως θες εσύ”. Και μένω ηλίθια. Και κερατάς και δαρμένος; Είναι πολύ… Νόμιζα. Γιατί μπορεί να γίνει και χειρότερο.

Χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνω.

– Πρόταση. (ο τόνος της φωνής σου, δε μου άρεσε. Το ξέρεις ότι αν προσπαθήσεις να μου επιβάλεις κάτι, δεν θα τα καταφέρεις. Και είχες ακριβώς αυτό το ύφος. “Κάτσε να την πιάσω στον ύπνο”)

– Ακούω. (ας πάρω και εγώ αυτό το ύφος)

Και η πρόταση ήταν δελεαστική. Μια άλλη φορά όμως. Όχι τώρα. Όχι τελευταία στιγμή. Όχι με αυτό το ύφος. Και αρνήθηκα. (ευτυχώς πρόλαβα να σκεφτώ ότι θα είμαι εκτός) Και η απάντησή σου ήταν… “να ξέρεις ότι μίλησα πρώτα με τους ανθρώπους που θεωρώ δικούς μου, αλλά τι να σε κάνω, μου αρνείσαι. Μετά μην ζητάς να το ξανακάνουμε”. Και μένω ηλίθια. Θέλω να σε βρίσω. Αλήθεια το θέλω πολύ.

Ειλικρινά, τι σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι όλα καλά; Ότι είσαι ο κύριος Τέλειος. Ο σούπερ ντούπερ;

Υ.Γ. Προσπάθησα πολύ να μην “ζωγραφίσω” ξεκάθαρα το χώρο που αναφέρεται το περιστατικό για να μη θίξω άτομα (τρομάρα μου). Φοβάμαι ότι στην προσπάθεια μου αυτή, έχασα την μπάλα και δε θα καταλάβετε τίποτα. Δεν πειράζει. Εγώ τα έγραψα και ησύχασα.

Ζορίστηκα πολύ να επιλέξω ανάμεσα στους θησαυρούς, τους 5 πολυτιμότερους. Και φυσικά δεν τα κατάφερα. Έτσι, οι 5 θησαυροί δεν είναι 5…

Ξεκινάμε με χρονολογική σειρά.

1993. Στο φροντιστήριο. Ο Θέμης ζωγραφίζει το τετράδιο μου. Με τον Θέμη χαθήκαμε (ελπίζω βλαμένο, να ακολούθησες το όνειρό σου). Το graffity διακοσμεί το γραφείο μου…

Οι συγκάτοικοι. Πάνω που είχα ξεπεράσει την ηλικία των χιλιάδων λούτρινων πάνω στο κρεβάτι, ήρθε το παπί. Ήταν – μάλλον- συλλογικό δώρο αλλά εγώ είχα συνδυάσει μόνο τον Νίκο με αυτό. Ίσως γιατί παρόλο που εγώ είχα το nick εκείνος ήταν το παπάκι. Ο Νίκος “έφυγε” νωρίς και το παπάκι μου τον θυμίζει κάθε μέρα.

To βατράχι το πήρα μόνη μου. Αλλά έχει “υποστεί” τόση αγάπη πάνω του που ανήκει στους θησαυρούς μου.

Το δελφινάκι (ναι, δελφίνι είναι αυτό το κατσιασμένο) είναι ένα δώρο από την Καλλιόπη και την Ιουλία. Το ιδιαίτερο σε αυτό είναι ότι μου το έφεραν την ημέρα που έχασα τον μπαμπά μου.

Το μαξιλάρι με τον tweety το ζωγράφισαν τα ομαδόπουλά μου στην κατασκήνωση, στην κυριολεξία κάτω από την μύτη μου. Μου το έδωσαν στο Σούνιο.

Οι κούπες μου. Δώρα του αδελφού μου.

Το μπαουλάκι με τους μικρούς θησαυρούς. Πριν 2 χρόνια αρκετοί γνωστοί (και κάποιοι άγνωστοι) και φίλοι γέμισαν το μπαουλάκι με δωράκια και καρτούλες. Ακόμη μυρίζει… αγάπη.

 

Η σοκολάτα φράουλα που μου έστειλε πέρσυ ο Μανώλης. Μαζί με το post it. Και τα σοκολατάκια που μου έστειλε με το ταχυδρομείο στη δουλειά, η Νάντια. (δυστυχώς, δε βρίσκω το κουτάκι, το έχω όμως…)

Η ποδίτσα μου. Δώρο της Μαλίνας για να πρώτα γενέθλια του LNA’s cafe.

Τέλος, το περσινό δώρο του Βασίλη για τα γενέθλιά μου. Ένα ημερολόγιο στο οποίο είχε γράψει αποσπάσματα από όλες τις εγγραφές μου.

Στα ανεκτίμητα που δεν έχουν φωτογραφίες αλλά θέση στην καρδιά μου: η έκπληξη στα γενέθλια μου στη “Ζωή ποδήλατο” (ξέρεις γιατί), η εγγραφή του Πέτρου για τα περσυνά γενέθλια, οι καρτούλες που λαμβάνω κατά καιρούς (Μαφάλντα keep doing it), τηλέφωνο “δεν είμαι καλά”, αλλαγή προγράμματος και η παρέα είναι δίπλα μου, το απίστευτο βράδυ στην Enzzo (ξέρεις Ντινούλα… “μόλις χώρισα”), το ραντεβού για test drive, το απρόσμενο σινεμά αργά το βράδυ (ετοιμάσου, έρχομαι να σε πάρω) και πολλά πολλά άλλα.

Ξημερώνει η ημέρα του διαγωνισμού και εγώ είμαι ένα πτώμα. Χαμογελάω… Σήμερα θα το ευχαριστηθώ. Χαζοχουζουρεύω και σκέφτομαι. Τα περσινά γέλια… Τον Μανώλη με την κάμερα. Ωχ, ο Μανώλης δε θα είναι. Και εγώ πως θα γελάω μετά; Μήπως να αγόραζα επιτέλους αυτή την κάμερα που σκέφτομαι εδώ και καιρό;

Ναι, ναι. Είναι καλή ιδέα. Τώρα. Γιατί αργότερα έχω ταξίδια και δε θα είναι το καλύτερο μου οικονομικά.

– Μαμά, θα πάω να αγοράσω κάμερα.

– Καλά, κοιμήσου λίγο ακόμη και θα σου περάσει.

Δε μου πέρασε. Σηκώνομαι. Πάω κομμωτήριο, το αυτοκίνητο για πλύσιμο (ξεμπίχλιασμα για την ακρίβεια) και επιστρέφω.

– Αδελφέ, θέλω να αγοράσω καμερα. Για αυτόν και αυτόν το λόγο. Ψάξε να μου βρεις κατι…

Και φυσικά ο αδελφός ψάχνει. Και βρίσκει. Αλλά δεν είναι διαθέσιμο πριν την Πέμπτη. Όχι, εγώ σήμερα την θέλω. Να βρούμε κάτι άλλο. Και βρίσκουμε. Και υπάρχει. Και είναι και οικονομική. Και μπαίνω στο αυτοκίνητο και πάω να την πάρω. Θα πάρω και καρτούλα (ευτυχώς γιατί δεν είχε μέσα).

Επιστρέφω σπίτι. Δεν έχω χρόνο. Πρέπει να την φορτίσω. Η μπαταρία είναι ήδη μέσα. Την βάζω στην πρίζα. Ανάβει το κοκκινο λαμπάκι (λογικά, ένδειξη ότι φορτίζει). Την ανοίγω, την χαζεύω λίγο.

Ωχ! Πρέπει να διαβάσω τις οδηγίες. Όχι τίποτα άλλο, θα είναι και ο Πέτρος το βράδυ και θα με εξετάσει σίγουρα.

Όλα καλά έως εδώ. Δεν έχει φορτίσει πλήρως αλλά πρέπει να φύγω.

Φτάνω στη σχολή. Ας την ανοίξω να δω πως φαίνεται. Ας την ανοίξω λέμε… Γιατί δεν ανοίγει; Χμ… θέλει να φορτιστεί πλήρως.

– Μπορούμε να την βάλουμε στην πρίζα;

– Βεβαίως.

Τι καλά…

Την ώρα που έρχεται ο Πέτρος με την Μάνια (ε, καλά δεν ήρθαν ακριβώς μαζί, ήρθαν την ίδια ώρα) λέω κάτσε να δω την καμερα.

Δεν άναβε το λαμπάκι. Ουάου.. φόρτισε.

Ας την ανοίξω. Ας την ανοίξω λέμε…. Σουσάμι άνοιξε! τίποτα. Γκρρρρρ

Λύση νούμερο 2. Τραβάμε φωτογραφίες. Πολλές φωτογραφίες. Και ένα βίντεο με την μηχανή του Πέτρου. Σαν υπάκουα παιδιά (λέμε τώρα) εντελώς τυχαία χορεύουμε συνεχώς από την πλευρά που θα ήταν ο Πέτρος.  Δεν ήταν όμως. Γιατί δεν πρόλαβε  να φτάσει. Και έτσι το βίντεο υποψιάζομαι ότι είναι λίγο μακρινό.

Φωτογραφίες έχουμε (ελπίζω) αλλά όχι άμεσα διαθέσιμες γιατί η μηχανή μου μάλλον κόλλησε και ενώ η Μάνια νόμιζε ότι έβγαζε, δεν βγήκε καμία. Άγγελε, στηρίζω όλες τις ελπίδες μου πάνω σου.

(Παρένθεση: Το αποτέλεσμα του διαγωνισμού ήταν να το ευχαριστηθώ πάρα πάρα πολύ. Δεν πέρασα στον τελικό αλλά δεν ήταν αυτός ο στόχος.)

Η επόμενη μέρα:

Τηλέφωνο από αδελφό.

– Όλα καλά με την κάμερα;

– Ρε συ, δεν δουλεύει αν δεν φορτιστεί πλήρως μαλλον. Και έτσι τζίφος.

– Περίεργο. Έβαλες καλά την μπαταρία;

– Ήταν ήδη μέσα.

– Διάβασες τις οδηγίες;

– Γκρρρρ ναι.

– Ψάξε στο ίντερνετ μήπως λέει πόσες ώρες θέλει φόρτιση.

Και ψάχνω. Και ψάχνω. Και δε βρίσκω. Αει σιχτίρ. Θα την αφήσω να φορτίζει αιωνίως.

Ψάχνω το κουτάκι. Καλώδια παντού. Α! Οι drivers. Κάτσε να τους έχω προχειρους, μήπως φορτιστεί κάποια στιγμή και χρειαστούν για να την δει το pc (γιατί το mac δεν κολλάει σε τέτοια).

Ένα χαρτάκι στον πάτο. Τι είναι αυτό;

“Please remove the insulator on battery connection before use” ελληνιστί βγάλτε το ρημάδι το νάυλον από την μπαταρία (το οποίο είναι διάφανο και κολλημένο τόσο καλά που με το ζόρι φαίνεται)

Ετοιμαζόμαστε για διαγωνισμό. Τι ετοιμαζόμαστε δηλαδή από την μία οι ιώσεις μου, από την άλλη οι υποχρεώσεις μου στην ένωση έχω χάσει δεν ξέρω και εγώ πόσα μαθήματα. Παρόλα αυτά ετοιμαζόμαστε.

Από την αρχή της προετοιμασίας θέλω να ξεκαθαρίσουμε κάποια θεματάκια. Ήθελα. Έφτασε το τελευταίο μάθημα και ακόμη στον αέρα ήταν. Μάθημα λοιπόν έκτακτο με τον περσινό καβαλιέρο. Θα μείνει και φέτος ή θα το πάμε κανονικά με το δάσκαλο; Έλα μου ντε;

– Αλήθεια, μαζί θα χορέψουμε;

– Δεν ξέρω ρε Έλενα. Αναλόγως το πρόγραμμα.

– Καλά. Δε με νοιάζει. Απλά αν χορέψουμε μαζί πρέπει να σου επισημάνω κάποια κολπάκια.

– Ορίστε; Κάνουμε και κολπάκια;

– Κάτι ψιλά.

– Για να σε δω πρώτα απ’ όλα. Καιρό έχω να σε χορέψω.

Με πέτυχε σε μέρα με τρελά κέφια. Και φυσικά αυτό βγήκε στα βήματα.

– Δεν είσαι εσύ…

– Τι εννοείς;

– Εσύ πετάς…

– και εσύ. Βλακείες.

– Λοιπόν περίμενε λίγο…

Βγαίνει έξω. Χτυπάει την πόρτα του δασκάλου.

– Την Έλενα την χορεύω εγώ.

– Δεν κατάλαβα… την μαθήτρια μου;

(οι 2 μαθήτριες που ήμασταν παρούσες απλά γελάγαμε)

– Ναι. Είναι αστεράτη και θα την χορέψω εγώ.

– Έλενα, εσύ το δέχεσαι;

Ας χαζέψω τα CD.

– Δεν έχει θέμα να το δεχτεί ή όχι. Εγώ θέλω να χορέψει μαζί μου. Πετάει…

– Ώπα (ξύπνησε το κρητικό αίμα που ΔΕΝ έχω) αυτό είναι άδικο. Ο άλλος έφαγε όλο το πακέτο να φτάσουμε ως εδώ και εσύ θα πάρεις την δόξα (εγώ αυτομάτως έγινα η δόξα – ή η λόξα)

– Δηλαδή αρνείσαι;

– Δεν είπα αυτό.

– Αυτό είπες. (Γυρίζει στην άλλη μαθήτρια που χάζευε τα CD). Θα χορέψω εσένα τότε.

– Δεν υπάρχει περίπτωση. Εγώ χορεύω μόνο με τον δάσκαλό μου.

Γκντούπ… Μαζεύει την χαμένη του αξιοπρέπεια και χώνεται στην αίθουσα. 

– Εμείς οι δύο, μόνο τυπικές σχέσεις από εδώ και πέρα.

– Ωραία. Θες να μην κοιταζόμαστε κιόλας γιατί αυτός ο χορός που θα βάλεις τώρα θέλει να κοιτάμε αλλού.

– Είσαι νούμερο.

– Όχι ακόμη. Το Σάββατο όμως θα είμαι…

Ο καβγάς συνεχίστηκε και εκτός αίθουσας με εμένα και την άλλη μαθήτρια να έχουμε από μια κόκκινη κάρτα η καθέ μία (σιγά, φοβηθήκαμε!). Αφού έπεσαν οι ατάκες του στυλ “Γεια σου ρε Έλενα που σφάζονται για πάρτη σου” καταλήξαμε σε συμβιβασμό. Να μην παρεξηγηθεί κανείς. Μόνο που δεν κατάλαβα, με ποιόν θα χορέψω ρε παιδιά; Οψόμεθα…

Υ.Γ. Αν προσπαθείτε να καταλάβετε που κολλάει ο τίτλος, αφήστε το για άλλη φορά.

Το είπαμε. Αυτό το ΣΚ είχε δουλειά στο σπίτι. Ήταν η μόνη λύση για να μπορέσω να τη βγάλω καθαρή την εβδομάδα που έρχεται. Και ήταν επιλογή μου. Εγώ το ζήτησα. Και ναι. Το να δουλεύεις από το σπίτι έχει τα καλά του. Ειδικά αν είσαι εργαζόμενη μητέρα. Εγώ δεν είμαι από αυτό όμως. ΟΚ, έχει και άλλα καλά.

Είσαι στο χώρο σου. Ναι, καλά. Πιο οικείο νοιώθω το γραφείο στην δουλειά παρά στο σπίτι μου… Το βλέπω περισσότερες ώρες εξάλλου.

Ακούς την μουσική που θέλεις. Και στη δουλειά το ίδιο (αρκεί να φτάσω πρώτη ή να βάλω ακουστικά)

Σηκώνεσαι την ώρα που θέλεις για έναν περίπατο. Αναλογικά αυτός ο περίπατος (μιλάμε πάντα για μέσα στο σπίτι) είναι κάτι λιγότερο από μισό περίπατο εντός εταιρείας, άρα πάλι ΝΟΜΙΖΑ ότι ξεκουραζόμουν με μια βόλτα μέχρι το μπαλκόνι.

Δουλεύεις όση ώρα θέλεις. Αυτό είναι το μεγαλύτερο ψέμα. Γιατί είπα άπειρες φορές, μισό να τελειώσω αυτό το κεφάλαιο και θα σηκωθώ να ξαπλώσω. Κάτσε να δω και αυτή τη φωτογραφία αν ταιριάζει. Ας δουλέψω λίγο ακόμη τώρα που νοιώθω καλύτερα. Μετά δεν ξέρεις… Και έφτασε η ώρα 01.00 και εγώ ακόμη…τελείωνα.

Όταν είσαι σπίτι επίσης, βαριέσαι. Άρα κοιμάσαι λιγότερο. Καλά δεν ξέρω για τους άλλους, για μένα μιλάω. Αυτό σημαίνει ότι ξύπνησα νωρίς. Ε, ας ξεκινήσω νωρίς για να τελειώσω νωρίς, να δω το lost.

Το χειρότερο όμως ήταν που η ώρα ήταν 00.30 και ανακάλυψα ένα τραγικό λάθος του πελάτη. Ένα λάθος (ασήμαντη λεπτομέρεια) που θα μου χάριζε άλλες 2 ώρες δουλειάς. Και θέλω να τον πάρω τηλέφωνο. Να τον βρίσω. Αλλά δεν μπορώ. Γιατί… δουλεύω από το σπίτι. Και αυτό δεν θέλω να το μάθει…

Πάλι αργά και πάλι μπροστά στον υπολογιστή αυτή τη φορά προσπαθώντας να μαζέψω τα “σπασμένα” από την αρρώστια μου (ναι, για όσους δεν το ξέρουν, από την Πρωτοχρονιά, μαζεύω όλα τα μικρόβια και τις ιώσεις που κυκλοφορούν). Παράλληλα ακούω μουσική (μη μαντέψετε τι, βουλωμένο γράμμα διαβάζετε!) και χαζεύω στο ίντερνετ (με όρους: μόνο όταν αλλάζω κεφάλαιο και μόνο ένα refresh τη φορά για να μην ξεχαστώ και κολλήσω πουθενά).

Σε ένα από τα refresh φτάνω στις εργασίες μου. Καινούργιο κοσκινάκι μου… (καλά ντε παλιο…)

Κοιτάζω πως έφτασαν στο cafe μου. Οι δικές μου αναζητήσεις δεν έχουν τόση πλάκα όση του Βασίλη. Αλλά ο χαζός ο άνθρωπος παντού βρίσκει κάτι αστείο. Αρχίζω λοιπόν και πατάω στις εγγραφές μου. Κομμάτια από την ζωή μου, ανακατεμένα με την ματιά ενός τρίτου (ομολογώ ότι κάποια δε θυμόμουν ότι τα είχα γράψει). Και πέφτω πάνω στα σοκολατάκια. Ω, ναι. Συνειδητοποιώ ότι και φέτος, ίδια εποχή με έπιασε μανία για σοκολάτα φράουλα. Λύσσαξα και φέτος. Μάλιστα φέτος μάλλον γκρίνιαζα περισσότερο γιατί έλαβα τόσες πολλές σοκολάτες που κράτησαν καιρό. Αλλά θυμάμαι πάντα την περσινή σοκολάτα του Μανώλη.

Έπεσα πάνω στην πρώτη καρτούλα με βάτραχο της Μαφάλντας (σωστά καταλάβατε, υπήρχε φέτος και δεύτερη!). Πήρα μυρωδιά από γαζία και θυμήθηκα καλοκαιρινές βόλτες και θερινά σινεμά παρόλο που η εγγραφή είχε γίνει οκτώβριο… Ξανάνιωσα το χαστούκι που μου υπενθύμισε ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο.

Ξαναδιάβασα τις ηλίθιες απορίες μου και αποφάσισα να κρύψω την ύπαρξη αυτού το blog από τους ανθρώπους που προσπαθώ να δείξω ότι δεν έχασα το σοβαρό μου προφίλ (αυτό είναι από άλλο ανέκδοτο). Ουφ…

Τελικά αυτό ήταν λίγο μεγάλο διάλειμμα… αλλά άξιζε!

Η ώρα είναι αργάμιση και εγώ είμαι ακόμη κολλημένη στην οθόνη του υπολογιστή προσπαθώντας να συγκεντρωθώ, να οργανωθώ, να δουλέψω. Πρέπει να έχουν περάσει πάνω από 3 ώρες που ανέβαλα για τελευταία φορά το απαραίτητο διάλειμμά μου. Σε λίγο τελειώνω μωρε… Μόνο που το λίγο έγινε πολύ. Τα σημάδια της κούρασης αρχίζουν να φαίνονται. Για άλλη μια φορά το κινητό παίρνει τη θέση του ποντικιού, το στυλό τη θέση της γραφίδας… και πάει λέγοντας.

– Υπομονή, σε λίγο…

Ξαφνικά πετάγεται ένα παραθυράκι.

Ούπς! Αυτό το είχα ξεχάσει ανοικτό. Δεν πειράζει, ευκαιρία να κάνω ένα μικρό διαλειμματάκι.

– Είσαι εδώ;

– Ναι. Δουλεύω.

– Ενοχλώ;

– Όχι, είναι ευκαιρία να κάνω ένα διαλειμματάκι. Μικρό όμως…

Η συζήτηση ήταν όντως ένα καλό διάλειμμα. Από το ένα θέμα πηγαίναμε στο άλλο, χωρίς ιδιαίτερο συνειρμό αλλά και χωρίς κανείς να απορεί γιαυτό.

Παράλληλα χάζευα και στο Facebook. Πρόσκληση για πάρτυ. Πάλι; Ποιός είναι αυτή τη φορά; 20 χρόνια Galaxy. Ορίστε; 20;

– Το ξέρεις ότι ο Galaxy κλείνει 20 χρόνια;

– Όχι αλλά δε μου κάνει εντύπωση.

– Τι λες τώρα; Εγώ άκουγα Galaxy στην εφηβεία μου. Μεγάλωσα μαζί του. Και τώρα γίνεται 20;

Η συζήτηση που ακολούθησε ήταν ένας παραλογισμός, το ομολογώ. Όμως ακόμη δεν μπορώ να το χωνέψω.

Όλη μου την εφηβεία την πέρασα αγκαλιά με ένα ραδιοφωνάκι, ακούγοντας Galaxy. Καθώς περνούσαν τα χρόνια αντικαταστάθηκε από άλλες μουσικές. Πάντα όμως στις δικές μου στιγμές, γύριζα πίσω. Στους γνώριμους ήχους.

Η μια σκέψη οδήγησε την άλλη σε ένα τρελό παιχνίδι αναμνήσεων. Όταν δυναμώναμε το ραδιοφώνο στο αγαπημένο μου τραγούδι… Όταν – τσαντίστηκα πολύ – γιατί μου ζήτησαν να αλλάξω σταθμό. Όταν…

– Βρε τι κόλλημα είναι αυτό;

– Μεγάλο. Προς το παρόν βρίσκομαι στον δικό μου γαλαξία…