Archive for March, 2018

Μικρή, μου άρεσε να χαζεύω τις διαφημίσεις. Ξεφύλλιζα τα περιοδικά και στεκόμουν με τις ώρες μπροστά στις σελίδες των… διαφημίσεων. Δεν ξέρω τι μου άρεσε. Όμως για κάποιο λόγο – και χωρίς να μου το έχει υποδείξει κανείς πριν – προσπαθούσα να βρω το κρυφό μήνυμα. Τη σύνδεση της φωτογραφίας με το κείμενο ή τη μάρκα του προϊόντος. Εντυπωσιαζόμουν πάντα όταν έβρισκα την «κρυφή» σύνδεση (π.χ. το σκίσιμο στο μεταξωτό ύφασμα γνωστής μάρκας τσιγάρων).

Η μόνη μου χαρά όταν επιστρέφαμε από τις διακοπές ήταν ότι είχαν αλλάξει οι γιγαντοαφίσες (τα billboard) στους δρόμους και κολλούσα το κεφάλι μου στο τζάμι για να τις προλάβω όλες.

Ο αδελφός μου πήγαινε μια φορά το χρόνο σε ένα φεστιβάλ, κάτι τέτοιο νομίζω ότι ήταν, διαφήμισης. Κλείνονταν σε ένα χώρο (συνήθως κινηματογράφο) και για πολλές ώρες (ιδιαίτερα νυχτερινές) έβλεπαν διαφημίσεις από όλο τον κόσμο. Πόσο πολύ θα ήθελα να πάω και εγώ μια φορά. Όμως οι ώρες ήταν απαγορευτικές για ένα παιδί του δημοτικού. Περίμενα να μεγαλώσω…

Μεγάλωσα. Το φεστιβάλ σταμάτησε ή εγώ δεν ήξερα πως να το βρω. Ο αδελφός μου πλέον δεν πήγαινε. Και εγώ το είχα απωθημένο. Η αγάπη για τη διαφήμιση δεν έπαψε να υπάρχει. Έγινε μάλιστα και… επάγγελμα (λεπτομέρειες, προσεχώς). Τώρα πια είχα και δικαιολογία που κάποιοι την έλεγαν επαγγελματική διαστροφή. Συνέχιζα να περιμένω με αγωνία τις διαφημίσεις, όταν παρακολουθούσαμε ένα πρόγραμμα στην τηλεόραση.

Κάποια στιγμή, εντελώς τυχαία, πετυχαίνω μια ανακοίνωση. AD-Dicted λεγόταν. Μου έκανε κλικ και αμέσως έκανα κλικ για να μάθω λεπτομέρειες και να δηλώσω συμμετοχή. Βαθιά συγκινημένη, πήγα. Γνώριζα «από κοντά» διαφημίσεις που είχα αγαπήσει ή αγάπησα άλλες που δεν παίζονταν στην Ελλάδα. Γέλασα με την ψυχή μου, έκλαψα στις πιο σοβαρές, το ευχαριστήθηκα γενικώς. Η διοργάνωση, κράτησε 2 ή 3 χρόνια. Είχε ήδη αρχίσει η κρίση στην ελληνική διαφήμιση και δεν υπήρχαν νέες «έξυπνες» ιδέες.

Λίγα χρόνια αργότερα, δεν υπάρχουν πια ιδέες. Μόνο κάποιοι ρομαντικοί που περιμένουν πως και πως το διάλειμμα για διαφημίσεις ή μια κάποια νέα διαφήμιση.

Μια μεγάλη αγάπη μου είναι ο κινηματογράφος. Δεν ξέρω ακριβώς το λόγο. Μάλλον γιατί δεν είναι μόνο ένας.

Με θυμάμαι να πηγαίνω σινεμά από πολύ μικρή. Όταν ακόμη δεν προλάβαινα να διαβάσω τους υπότιτλους και ο αδελφός μου αναλάμβανε να το κάνει αυτό για μένα. Τώρα που το σκέφτομαι, δε θα ήθελα να κάθομαι κοντά μας.

Επίσης θυμάμαι ότι πρώτη φορά με άφησαν οι γονείς μου να δω έργο χωρίς την παρουσία τους σε θερινό, σε ηλικία 10 ετών. Ακόμη καμαρώνω γιαυτό κι ας ξέρω ότι απλά μας (εμένα και μια φίλη μου) άφησαν έξω από το σινεμά και ήρθαν να μας πάρουν μόλις τελείωσε.

Αργότερα, στην εφηβεία, το σινεμά ήταν η αγαπημένη μου έξοδος. Η δεκαετία του ΄90 είχε και μπόλικο καλό υλικό. Φανατική αναγνώστρια του περιοδικού «Σινεμά», ανακάλυψα τις avant premiere, και τα back to back. Έτσι, σχεδόν κάθε Κυριακή μεσημέρι στριμωχνόμουν στους αγαπημένους κινηματογράφους της Αθήνας και περίμενα υπομονετικά να δω πρώτη την ταινία της εβδομάδας. Κάποιες φορές την έβλεπα καθισμένη στο διάδρομο. Είχε την πλάκα του. Άλλες πάλι φορές, πήγαινα και το απόγευμα σινεμά για δεύτερη ταινία. Ή ξεκινούσα από το απόγευμα και έβλεπα δύο ταινίες συνεχόμενες.

Μετά, ήρθαν οι πολυ-κινηματογράφοι. Πιο άνετες θέσεις, πιο πολλή βαβούρα, περισσότερος κόσμος, χωρίς διάλειμμα… Έχασε την αίγλη του. Εκεί κάπου χάθηκα. Για κάποιο λόγο, κουραζόμουν. Έδινα μισή ώρα στην ταινία και αν δεν είχε ενδιαφέρον, απλά αφηνόμουν στη θαλπωρή της αίθουσας. Μου εξηγούσαν οι υπόλοιποι της παρέας, τα κενά που είχα στο έργο. Όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο βέβαια. Ειδικά αν η ταινία δεν άρεσε ούτε σε κείνους. Όμως συνέχιζα να πηγαίνω. Με χαλάρωνε. Μου έδινε χρόνο να σκεφτώ. Να βρίσκομαι με κόσμο αλλά να μη χρειάζεται να μιλάω. Να είμαι εκεί και παράλληλα να είμαι αλλού.

Τα θερινά είναι ένα κεφάλαιο από μόνο τους. Πραγματικό ταξίδι με όλες τις αισθήσεις. Μυρωδιά απο αγιόκλημα, γιασεμί αλλά και ποπ κορν και σουβλάκια. Ξέφευγε λίγο το βλέμμα και κοιτούσα τα αστέρια. Πολλές φορές είδα κάποιο να πέφτει. Άλλες φορές η θέα ήταν οι περίοικοι που μάζευαν τα απλωμένα ρούχα ή η Ακρόπολη. Όμως για τα θερινά θα γράψω άλλη φορά.

Το καλύτερο σημείο της ταινίας, πάντα αλλά ιδιαίτερα τα τελευταία – πιο ώριμα – χρόνια, είναι η συζήτηση μετά. Για την ακρίβεια, οι ατέλειωτες συζητήσεις μετά – με παρέα ή χωρίς. Κάποιες από αυτές, θα μεταφέρω και εδώ. Εν καιρώ…

Μείνετε σε αναμονή.

 

 

 

Και να’ μαι πάλι εδώ. Να χτυπάω τα πλήκτρα του πληκτρολογίου και να ακούω τη γλυκειά τους μουσική. Ναι, μου έλειψε το γράψιμο, δε θα το κρύψω. Όμως δεν έβγαινε…

Δειλά, δειλά, με αφορμές που ήρθαν από το πουθενά, εκεί που σκεφτόμουν τον ιδανικό χώρο… απλά πήρα τα κλειδιά και μπήκα στο ξεχασμένο δωμάτιο. Χωρίς καμία αλλαγή ξεκίνησα. Στη συνέχεια, μπορεί να πάρω το ξεσκονόπανο, τις μπογιές μου και να το κάνω πιο όμορφο. Τώρα όμως, αυτό αρκεί.

Πολλές αλλαγές. Αναθεωρήσεις προσώπων και καταστάσεων. Πράγματα που θεωρούσα σημαντικά, τώρα μοιάζουν ασήμαντα. Καταστάσεις/πρόσωπα που θεωρούσα δεδομένα, δεν είναι πλέον. Νέοι ρόλοι, παλιοί ρόλοι που άλλαξαν «ηθοποιούς» όλα μαζί σε ένα θέατρο του παρα…λόγου.

Σίγουρα δεν είμαι αυτό που ονειρευόμουν πριν δέκα χρόνια. Δέκα; Πολλά λέω. Δεν ξέρω όμως αν έκανα και κάτι για να φτάσω σε αυτό. Αλήθεια ποιο είναι αυτό; Ούτε καν θυμάμαι/ξέρω.

Και κάπως έτσι, φτάνουμε εδώ. Τόσες αλλαγές και όμως δεν έχει αλλάξει τίποτα. Τίποτα; Θα δούμε στην πορεία.