Εποχή προ αυτοκινήτου (δικού μου). Οι μισοί φοιτητές, οι άλλοι μισοί μόλις ξεκινούσαν δουλειά.
– Έλα, σχόλασες;
-Όχι ακόμη, σε λίγο. Θες κατι;
-Βασικά, θα βγούμε; Γιατί μπορώ να περάσω να σε πάρω με μια μικρή παράκαμψη
-Ρε συ, θέλω να πάω από το σπίτι λίγο. Θέλω τουλάχιστον 1 ώρα. Θες να το αφήσουμε για σήμερα μην περιφέρεσαι τόση ώρα;
-ΟΚ, πάω σπίτι τότε.
-Ναι. Μιλάμε στο τηλέφωνο.
-Πάρε με όταν φτάσεις.
Πάω σπίτι… Επικρατεί μια αναστάτωση. Κάτι έχει γίνει. Ένας χωρισμός. Αγαπημένου προσώπου. Το έβλεπα να έρχεται αλλά τώρα με ρίχνει πολύ. Με προβληματίζει, με αναστατώνει. Πιάνω το τηλ. ασυναίσθητα.
-Έλα, γύρισες;
-Ναι. Εσύ οκ;
-Μόλις τώρα έφτασα κι εγώ. Είχε πολύ κίνηση. Τι έχεις; Δε σε ακούω καλά.
-Δεν είμαι καλά. Ίσως έπρεπε να είχαμε βγει.
-Τι έγινε;
-Χώρισαν…
-Θες να έρθω;
-Μόλις τώρα μπήκες σπίτι. Εσύ είπες οτι έχει κίνηση. Μην ταλαιπωρηθείς.
-Ετοιμάσου! Έρχομαι να σε πάρω. Πάρε ομπρέλα. Ο καιρός πάει για βροχή.
Ετοιμάστηκα. Ομπρέλα δεν πήρα φυσικά. Απόλαυσα την βροχή που έπεφτε στο πρόσωπο μου. Όταν χρειάστηκε, μοιραστήκαμε μια μισοσπασμένη που υπήρχε στο αμάξι.