Υπεράνω.

Posted: November 14, 2022 in daily challenge, σκέψεις LNA
Tags: ,

Εκείνη ήταν ανάμεσα στα 6-8 της χρόνια. Παιδάκι ακόμη. Είχε την αφέλεια του μικρού παιδιού. Ήταν μικρό παιδί. Ένα κοινωνικό χαρούμενο παιδί.

Εκείνος γύρω στα… ούτε και θυμάται. Όλοι μεγάλοι της φαίνονταν τότε. Φίλος των γονιών της. Οικογενειάρχης, άνθρωπος της «εκκλησίας» και καλός επαγγελματίας. 

Η μικρή είχε μάθει να πηγαίνει στο μαγαζί του και να κάθεται περιμένοντας είτε τους γονείς της να επιστρέψουν από τη δουλειά (ήταν κοντά στο τέρμα των λεωφορείων το μαγαζί τους) είτε γιατί απλά περνούσε από έξω και την φώναζε να της δώσει καραμέλες.

Η μαμά της, της είχε πει να μην παίρνει καραμέλες από αγνώστους. Δεν ήταν άγνωστος όμως. Δεν μετρούσε.Άσε που είχε ωραίες καραμέλες. 

Της άρεσε το μαγαζί του γιατί είναι πολλά μέρη να επεξεργαστεί. Ογκώδη μηχανήματα, μηχανήματα που έκαναν θόρυβο, που είχαν μυρωδιές .. Μέχρι κρυφτό μπορούσες να παίξεις.

Όσο μεγάλωνε, άντε να είχε φτάσει στα 9, ήταν πιο εύκολο να καταλάβει πως δούλευε η κάθε μηχανή. Ρωτούσε συνεχώς, έπαιζε, κρυβόταν…

Και έπαιρνε απαντήσεις. Και καραμέλες.

Ένα μεσημέρι και ενώ ήταν ανεβασμένη πάνω σε έναν πάγκο για να της δείξει κάτι που ήταν αρκετά ψηλά, της λέει: 

– Δε νομίζω να λες στους γονείς σου, τι κάνουμε εδώ και σε μαλώσουν;

Η αλήθεια είναι ότι δεν έλεγε τίποτα στους γονείς της για να μην την μαλώσουν ότι τον ενοχλεί και ότι μπορεί να κάνει καμία ζημιά. Όμως γιατί την ρώτησε; 

Παρατήρησε ότι κατά τη διάρκεια των «παιχνιδιών» τους, την άγγιζε σε σημεία που δεν έπρεπε Προσπάθησε να αποφεύγει τα χέρια του όμως χωρίς επιτυχία. Για κάποιο λόγο, την έκανε να πιστέψει οτι δεν ήταν κάτι κακό. Ήταν απλά το μυστικό τους. 

Με τον καιρό -και αφού ήταν σίγουρος οτι δε θα μιλούσε – την είχε κάνει να πιστέψει οτι ήταν απλά πολύ τρυφερός μαζί της. Είχε την ηλικία του πατέρα της άλλωστε. Και ήταν καλός άνθρωπος. Όλοι το έλεγαν. Το είχε συνηθίσει κιόλας. Δεν την ενοχλούσε πια. 

Γύρω στα 11 έμπαινε στην εφηβεία. Ένιωθε οτι ήταν πιο τυχερή από τις φίλες της γιατί εκείνη είχε έναν μεγαλύτερο άντρα να της φέρεται όπως «κάνουν τα ζευγάρια».

Συνεχίστηκε για 2-3 χρόνια τουλάχιστον. Πιο άνετα και χωρίς ιδιαίτερες προφυλάξεις μην τους δουν. Πήγαν οικογενειακώς μαζί διακοπές. Κάποια στιγμή, κάτι κατάλαβε η γυναίκα του και πήγε να ρίξει την «ευθύνη» στο παιδί. Όμως και πάλι, δεν άλλαξε κάτι. Απλά ήταν λίγο πιο προσεκτικός.

Ένα μεσημέρι, πήγαν βόλτα σε ένα χωράφι. Έκανε μια πιο τολμηρή κίνηση. Δεν της άρεσε. Τον έσπρωξε. Του είπε οτι δεν θέλει άλλο. Έφυγαν. Η κίνηση δεν έγινε ξανά, όμως και άλλες φορές την άγγιζε. Αυτό δεν ήταν  κακό, της έλεγε.

Όλα έληξαν όταν άλλαξαν πόλη. Κανείς δεν έμαθε τίποτα. 

Αργότερα το κορίτσι συνειδητοποίησε ότι όλα αυτά δεν έπρεπε να γίνουν. Ότι δεν ήταν φυσιολογικό και οτι έπρεπε να είχε μιλήσει. Σε ποιον όμως; Όλοι ήξεραν πόσο καλός άνθρωπος ήταν. Δεν θα την πίστευαν. Άσε που είχε ήδη πειστεί οτι θα την «μαλωναν» αν έλεγε κάτι.

Συνέχισε την ζωή της κρατώντας αυτό το βάρος μέσα της. Δεν ήθελε να κάνει σχέσεις. Φοβόταν. Αν κάποιος την πλησίαζε τον απέφευγε. Φοβόταν να μείνει μόνη με κάποιον. Φοβόταν να ανοιχτεί. 

Και κάθε φορά που άκουγε αντίστοιχα περιστατικά και ανθρώπους «υπεράνω πάσης υποψίας», έκλαιγε κρυφά. Και ένιωθε χαρά που κάποιος βρήκε το θάρρος να μιλήσει. Γιατί εκείνη δεν το έκανε.

Στη μνήμη του κοριτσιού που «πέθανε» πριν από πολλά χρόνια.

Advertisement
Comments
  1. Giannis Pit says:

    Συγκλονιστικό πραγματικά. Ένας ύμνος, αναφορά σε όλα εκείνα τα κορίτσια των βιασμών και της κακοποίησης.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s