Archive for the ‘σκέψεις LNA’ Category

Εκείνη ήταν ανάμεσα στα 6-8 της χρόνια. Παιδάκι ακόμη. Είχε την αφέλεια του μικρού παιδιού. Ήταν μικρό παιδί. Ένα κοινωνικό χαρούμενο παιδί.

Εκείνος γύρω στα… ούτε και θυμάται. Όλοι μεγάλοι της φαίνονταν τότε. Φίλος των γονιών της. Οικογενειάρχης, άνθρωπος της «εκκλησίας» και καλός επαγγελματίας. 

Η μικρή είχε μάθει να πηγαίνει στο μαγαζί του και να κάθεται περιμένοντας είτε τους γονείς της να επιστρέψουν από τη δουλειά (ήταν κοντά στο τέρμα των λεωφορείων το μαγαζί τους) είτε γιατί απλά περνούσε από έξω και την φώναζε να της δώσει καραμέλες.

Η μαμά της, της είχε πει να μην παίρνει καραμέλες από αγνώστους. Δεν ήταν άγνωστος όμως. Δεν μετρούσε.Άσε που είχε ωραίες καραμέλες. 

Της άρεσε το μαγαζί του γιατί είναι πολλά μέρη να επεξεργαστεί. Ογκώδη μηχανήματα, μηχανήματα που έκαναν θόρυβο, που είχαν μυρωδιές .. Μέχρι κρυφτό μπορούσες να παίξεις.

Όσο μεγάλωνε, άντε να είχε φτάσει στα 9, ήταν πιο εύκολο να καταλάβει πως δούλευε η κάθε μηχανή. Ρωτούσε συνεχώς, έπαιζε, κρυβόταν…

Και έπαιρνε απαντήσεις. Και καραμέλες.

Ένα μεσημέρι και ενώ ήταν ανεβασμένη πάνω σε έναν πάγκο για να της δείξει κάτι που ήταν αρκετά ψηλά, της λέει: 

– Δε νομίζω να λες στους γονείς σου, τι κάνουμε εδώ και σε μαλώσουν;

Η αλήθεια είναι ότι δεν έλεγε τίποτα στους γονείς της για να μην την μαλώσουν ότι τον ενοχλεί και ότι μπορεί να κάνει καμία ζημιά. Όμως γιατί την ρώτησε; 

Παρατήρησε ότι κατά τη διάρκεια των «παιχνιδιών» τους, την άγγιζε σε σημεία που δεν έπρεπε Προσπάθησε να αποφεύγει τα χέρια του όμως χωρίς επιτυχία. Για κάποιο λόγο, την έκανε να πιστέψει οτι δεν ήταν κάτι κακό. Ήταν απλά το μυστικό τους. 

Με τον καιρό -και αφού ήταν σίγουρος οτι δε θα μιλούσε – την είχε κάνει να πιστέψει οτι ήταν απλά πολύ τρυφερός μαζί της. Είχε την ηλικία του πατέρα της άλλωστε. Και ήταν καλός άνθρωπος. Όλοι το έλεγαν. Το είχε συνηθίσει κιόλας. Δεν την ενοχλούσε πια. 

Γύρω στα 11 έμπαινε στην εφηβεία. Ένιωθε οτι ήταν πιο τυχερή από τις φίλες της γιατί εκείνη είχε έναν μεγαλύτερο άντρα να της φέρεται όπως «κάνουν τα ζευγάρια».

Συνεχίστηκε για 2-3 χρόνια τουλάχιστον. Πιο άνετα και χωρίς ιδιαίτερες προφυλάξεις μην τους δουν. Πήγαν οικογενειακώς μαζί διακοπές. Κάποια στιγμή, κάτι κατάλαβε η γυναίκα του και πήγε να ρίξει την «ευθύνη» στο παιδί. Όμως και πάλι, δεν άλλαξε κάτι. Απλά ήταν λίγο πιο προσεκτικός.

Ένα μεσημέρι, πήγαν βόλτα σε ένα χωράφι. Έκανε μια πιο τολμηρή κίνηση. Δεν της άρεσε. Τον έσπρωξε. Του είπε οτι δεν θέλει άλλο. Έφυγαν. Η κίνηση δεν έγινε ξανά, όμως και άλλες φορές την άγγιζε. Αυτό δεν ήταν  κακό, της έλεγε.

Όλα έληξαν όταν άλλαξαν πόλη. Κανείς δεν έμαθε τίποτα. 

Αργότερα το κορίτσι συνειδητοποίησε ότι όλα αυτά δεν έπρεπε να γίνουν. Ότι δεν ήταν φυσιολογικό και οτι έπρεπε να είχε μιλήσει. Σε ποιον όμως; Όλοι ήξεραν πόσο καλός άνθρωπος ήταν. Δεν θα την πίστευαν. Άσε που είχε ήδη πειστεί οτι θα την «μαλωναν» αν έλεγε κάτι.

Συνέχισε την ζωή της κρατώντας αυτό το βάρος μέσα της. Δεν ήθελε να κάνει σχέσεις. Φοβόταν. Αν κάποιος την πλησίαζε τον απέφευγε. Φοβόταν να μείνει μόνη με κάποιον. Φοβόταν να ανοιχτεί. 

Και κάθε φορά που άκουγε αντίστοιχα περιστατικά και ανθρώπους «υπεράνω πάσης υποψίας», έκλαιγε κρυφά. Και ένιωθε χαρά που κάποιος βρήκε το θάρρος να μιλήσει. Γιατί εκείνη δεν το έκανε.

Στη μνήμη του κοριτσιού που «πέθανε» πριν από πολλά χρόνια.

Χτυπάει το τηλέφωνο. Στην άλλη γραµµή, η φίλη, η κολλητή που έφυγε για τα ξένα…

– Ετοιµάζεσαι να βγεις;

– Σχεδόν. Άλλαξαν τα σχέδια και λέω να πάω µια βόλτα µε το αυτοκίνητο να πάρω αέρα.

– Τα δικά σου σχέδια άλλαξαν;

– Των άλλων. 

– Ήµουν σίγουρη.

– Να σου πω, δεν έχω όρεξη για κήρυγµα, να τα πούµε άλλη ώρα. Θα αργήσω στο ραντεβού.

– Σωστά, µη ΣΕ στήσεις.

– Αντίο.

Μπήκε στο αυτοκίνητο µε άγνωστο προορισµό. Είχε αρκετή βενζίνη και γεµάτο e-pass.

Ξεκίνησε για µέρη γνώριµα. Σε κάθε συνοικία θυµόταν και τους αντίστοιχους φίλους που είχε εκεί και έκανε ένα «µνηµόσυνο» σε παλιές, καλές, ανέµελες στιγµές. Χαµογέλασε… Είχε περάσει καλά. 

Η ώρα είχε περάσει τις 12 όταν ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Άγνωστος αριθµός. Ασυναίσθητα έκανε δεξιά, σταµάτησε και σήκωσε το τηλέφωνο. Σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα πρόλαβε να σκεφτεί… Τέτοια ώρα, δε θα είναι για καλό. Μπορεί να είναι καµία από τις γνωστές απάτες σε ηλικιωµένους. Ε, όχι και ηλικιωµένη. Απάντησε χαµογελώντας.

– Παρακαλωωωώ (πάντα τραβούσε το ω)

– Χαίρεται, συγγνώµη για την ώρα. Μου έδωσε πριν λίγο το τηλ. σας η …… (η κόλλητη από τα ξένα) και ξέρετε µε τη διαφορά ώρας…

– ∆εν πειράζει. Έξω είµαι άλλωστε.

– Σας ενοχλώ;

– Όχι, πείτε µου.

– Ξέρετε, θα ήθελα τη βοήθεια σας σε κάτι νέο που ετοιµάζω και η …. µε διαβεβαίωσε οτι είστε ο κατάλληλος άνθρωπος.

– Όπως πάντα υπερβολική. Που µπορώ να φανώ χρήσιµη;

– Ξέρετε, θα ήθελα να τα πούµε από κοντά καλύτερα. Όσο πιο σύντοµα µπορείτε.

Κοίταξε λίγο τον εαυτό της στον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Η….. δε θα ενέκρινε αλλά εκείνη αισθανόταν οκ. Άσε που ήθελε να ξεµπερδεύει.

– Μπορείτε και τώρα; 

– Εγώ εννοείται. Όµως µη σας χαλάσω την έξοδο. 

– Μην ανησυχείτε. Επέστρεφα.

– Σας βολεύει το κέντρο; Το (τάδε) µαγαζί.

– Φυσικά. Σε είκοσι λεπτά θα είµαι εκεί.

Ήταν στην άλλη άκρη της πόλης. Αναζήτησε το µαγαζί (χµµµµ ωραίο φαίνεται)  και έβαλε gps.

Πρόλαβε να φτάσει στην ώρα της. Ανακάτεψε λίγο το µαλλί της και προχώρησε προς το µαγαζί.

Και τώρα; Τι κάνουµε; Μπαίνω µέσα; Περιµένω απ’ έξω; Το πως θα γνωριστούν δεν ήταν πια πρόβληµα. Είχε το τηλέφωνο του. Τις σκέψεις της σταµάτησε η δόνηση στο τηλέφωνό της.

– Όταν φτάσετε, πείτε το όνοµα µου στην είσοδο. 

– Οκ. µπαίνω σε 2 λεπτά (µην καταλάβει οτι είµαι ήδη εδώ).

Φτάνει στην είσοδο. Την πλησιάζει ο µετρ. 

– Καλησπέρα σας.

– Καλη…µέρα σας µάλλον. 

Χαµογέλασαν. Εκείνη την ώρα συνειδητοποίησε οτι δεν είχε µάθει ποτέ το όνοµα.

– Με συγχωρείτε µισό λεπτά, χτυπάει το κινητό µου.. (ρόµπα έγινε)

– ∆ε σας είπα το όνοµα µου……

– Πάνω στην ώρα. Μπαίνω…. τον κο τάδε θα ήθελα.

– Βεβαίως. Σας περιµένει.

Την οδήγησε σε ένα πιο ήσυχο και ωραία διακοσµηµένο µέρος του µαγαζιού. 

– Γειά σας!

– Γεια. Να µιλάµε στον ενικό; 

– Φυσικά. 

Και ξεκίνησαν να µιλάνε. Για τις ζωές τους, για τα σχέδια τους. Είχαν πολλά κοινά. Ένιωσε απίστευτη οικειότητα από την πρώτη στιγµή.  Ότι και αν ήταν αυτό που χρειαζόταν την βοήθεια της, ήταν σίγουρη ότι µπορούσε να το κάνει. Μετά από (κοίταζε το ρολόι της όταν τους διέκοψε το γκαρσόνι) 3 ώρες περίπου ευχάριστης συζήτησης, δεν είχαν φτάσει ακόµη στο κοµµάτι της δουλειάς. Το µαγαζί όµως έκλεινε σε λίγα λεπτά.

– Πέρασε η ώρα, και νιώθω ότι σου έφαγα τον χρόνο µια και δεν µιλήσαµε ακόµη για το project.

– Όντως πέρασε η ώρα. Ήταν όµως ευχάριστα. 

– Θα ήµουν υπερβολικός αν σου ζητούσα να τα πούµε κάποια στιγµή το πρωί; Όπως σου είπα, πρόκειται για κάτι βιαστικό.

– Κανένα πρόβληµα. Τώρα που γνωριζόµαστε θα είναι πιο εύκολη η επικοινωνία.

– Να περάσω κατά τις 11 να σε πάρω;

∆εν είχε ακριβώς αυτό στο µυαλό της. Νόµιζε οτι θα τα έλεγαν τηλεφωνικά. Παρόλα αυτά της άρεσε η προοπτική µιας ακόµη εξόδου.

– Μια χαρά. Η διεύθυνση είναι….

– Τα λέµε το πρωί. Ευχαριστώ για όλα.

– Εγώ ευχαριστώ.

Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε. Σκεφτόταν όλα αυτά που συνέβησαν τις τελευταίες ώρες και γελούσε µόνη της. Σκεφτόταν τις αντιδράσεις των φίλων της που έδωσε ραντεβού µε έναν άγνωστο µέσα στη νύχτα.

Το επόµενο πρωί, ακριβώς στην ώρα του, την κάλεσε να κατέβει.

Η µέρα κύλησε το ίδιο υπέροχα µε το προηγούµενο βράδυ. Και με πολλά επόμενα.

Πέρασε πάνω από ένας χρόνος από τότε που πήρα το βιβλίο στα χέρια μου. Το κοίταξα, το ξανακοίταξα, διάβασα τα περιεχόμενα, στις ευχαριστίες, ζήτησα έξτρα αφιέρωση… όμως δεν το έπαιρνα απόφαση να το διαβάσω.

Ανθολογία ιστοριών τρόμου. Ήμουν σίγουρη ότι ήταν καλογραμμένο. Το ήξερα γιατί ήξερα πως είναι μια θεματολογία που αγαπά ο Βασίλης (ο συγγραφέας ντε). Το ήξερα γιατί γνώριζα ότι κάνει έρευνα για τα πάντα, πόσο μάλλον για τις ιστορίες του. Το ήξερα γιατί ξέρω ότι έχει ένα χάρισμα να βάζει μέσα στην ιστορία. Το έχει κάνει πολλές φορές και το έχω απολαύσει. Στα κωμικά του κείμενα.

Μπαίνοντας το 2022 αποφάσισα να αντιμετωπίσω τους φόβους μου (βαρύγδουπο αλλά πολύ αληθινό) και να τολμήσω να ανοίξω το βιβλίο. Ποτέ όμως βράδυ. Πρωινές ώρες για να έχω όλο το χρόνο να «αποβάλλω» τις όποιες σκέψεις μου δημιουργούσε. Και αργά αργά, δε με πίεζε κανείς. Μια ιστορία το μήνα…

Πήρα θάρρος, μου άρεσαν και οι λεπτομέρειες που έδινε. Σε κάποιες γελούσα κιόλας. Πάντα όμως πριν το τέλος. Στο τέλος, συνήθως ερχόταν ένα χαστούκι τρόμου που με έφερνε στα ίσια μου. Πολλές φορές χάρηκα που δεν ήμουν στη θέση των ανιψιών του, που τους διηγούνταν παρόμοιες (φαντάζομαι) ιστορίες τρόμου.

Ναι, άρχισα να παρατηρώ σκηνές από τις ιστορίες στο σπίτι μου – καπάκια πρίζας που ήταν ανεβασμένα – και μετά να συνειδητοποιώ ότι ήταν λογικό, αφού υπήρχε κάτι στην πρίζα. Άρχισα να κάνω εικόνα τις ιστορίες.

Τελικά δεν ήθελα να σταματήσω να το διαβάζω. Το τελείωσα πριν τον «προβλεπόμενο» χρόνο.

Ομολογώ ότι δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να το κρίνω, αλλά αν σας αρέσουν οι ιστορίες τρόμου (ή ακόμη κι αν δε σας αρέσουν αλλά θέλετε να το δοκιμάσετε) το προτείνω ανεπιφύλακτα.

Daily challenge ξανά. My time. Γράφω απλά. Χωρίς συγκεκριμένο θέμα.

Αναρωτιέμαι εδώ και καιρό. Προβληματίζομαι. Στενοχωριέμαι. Χαίρομαι. Συνειδητοποιώ. Ευγνωμονώ. Μοιράζομαι.

Πόσο λανθασμένη αίσθηση έχουμε τις περισσότερες φορές για τους φίλους μας ή για αυτούς που εμείς θεωρούμε φίλους. Θα γράψω για εμένα όμως. Μη γενικεύω.

Φίλος – κατ᾽έμε πάντα – είναι αυτός που θα σε αφήσει ελεύθερο να κάνεις αυτό που θέλεις. Αν συμφωνεί θα σε στηρίξει, αν διαφωνεί, θα σου πει τους ενδοιασμούς του χωρίς να προσπαθήσει να σε πείσει (ή επιβάλλει καλύτερα) ότι αυτό που θεωρεί (κάποιες φορές ίσως και να είναι) σωστό. Και εννοείται θα σε στηρίξει και πάλι. Και θα είναι εκεί χωρίς δεύτερες σκέψεις.

Είναι αυτός που μπορεί να έχετε να βρεθείτε 3 – 5 -10 χρόνια, που όμως όταν βρεθείτε θα είναι σα να βρισκόσασταν κάθε μέρα. (Διευκρίνηση: Αυτό είναι παρεξηγημένο και πολλές φορές μετά από απουσία χρόνων έρχεται ο άλλος και θεωρεί δεδομένο ότι δεν έχεις προχωρήσει καθόλου. Δεν εννοώ αυτό). Το μυστικό εδώ είναι ότι όντως «βρισκόσασταν» κάθε μέρα. Μπορεί οι συνθήκες να μην ευνοούσαν αλλά η διάθεση υπήρχε. Ένα μήνυμα σε ανύποπτο χρόνο, ένα τηλέφωνο να δεις τι κάνει ο άλλος, ένα mail, μια προσευχή είναι μικρά αλλά ουσιαστικά σημάδια ότι σκέφτεσαι τον άλλο.

Δε θα είναι μαζί σου μόνο όταν περνάτε ή περνάει (συνήθως) καλά αλλά και τις φορές που δεν είσαι η καλύτερη παρέα. Μη σου πω ότι τότε θα είναι πιο δίπλα σου από ποτέ.

Δε θα σου κάνει ακριβά δώρα αλλά θα σου χαρίσει το ακριβότερο, το χρόνο του.

Θα είναι δίπλα σου να σε ακούσει όταν το έχεις ανάγκη. Θα σε αφήσει να ξεσπάσεις. Όταν όμως δει ότι όλο αυτό σου αναμοχλεύει άσχημες συμπεριφορές θα σε κόψει, θα σε πάει σε κάτι άλλο που θα σε ωφελήσει πραγματικά. Και θα σε χαλαρώσει.

Δεν ξέρω καν αν εγώ είμαι αυτός ο άνθρωπος αλλά σε αυτό το πλαίσιο παλεύω να είμαι.

Σύμφωνα με εμένα φυσικα.

Ακούγοντας τον ήχο της βροχής, σκέφτομαι τους 6 καλύτερους προορισμούς. Δε με έπιασε κατι. Το daily challenge το «επιβάλλει». Εχουμε και γράφουμε…

1. Υδρα.

2. Φολεγανδρος

3. Σιφνος

4. Σκύρος

5. Φοινικούντα

Και 6. Αμοργος.

Το κάθε μέρος για διαφορετικούς λόγους ομως όλα πολυ αγαπημένα.

2012. Αποφασίζω να πάω μόνη μου -αρχικά- διακοπές. Θα το συνδυάσω με ένα σεμινάριο χορού που πραγματικά δεν ξέρω κανέναν. Είμαι όμως αποφασισμένη. Θα πάω. Μόνη μου.

Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Γενικώς έκανα πράγματα μόνη μου. Αλλά διακοπές; Όχι αυτό δεν το είχα ξανακάνει. Ήμουν όμως τόσο ενθουσιασμένη για το σεμινάριο και την εμπειρία που δε με προβλημάτισε καθόλου. Εξάλλου 5 μέρες αργότερα θα ερχόταν η παρέα μου.

Η Ύδρα είναι ένα νησί που σε προτρέπει να το εξερευνήσεις. Με ή χωρίς παρέα. Περπατούσα για να πάω στην παραλία και ένιωθα τόσο γεμάτη. Βρήκα χρόνο να μιλήσω με τον εαυτό μου, να δω αν μπορώ να μου κάνω καλή παρέα. Να περάσω ποιοτικό χρόνο με μένα. Να με γνώρισω καλύτερα.

Ήταν μια εμπειρία που πραγματικά θα μου μείνει αξέχαστη. Αυτές οι πέντε μέρες πάντα θα αποτελούν – ίσως – την πιο γλυκιά μου καλοκαιρινή ανάμνηση.

Λίγο πριν φύγω από το νησί, ζήτησα να με τραβήξουν αυτή τη φωτογραφία. Ήταν ακριβώς αυτό που ένιωθα…

Ready for a big hug

Είναι κάποιες στιγμές / μέρες / χρόνια που θυμώνω εύκολα. Τις περισσότερες φορές για κάτι φαινομενικά ανούσιο. Για τους άλλους. Για εμένα εκείνη την στιγμή μοιάζει με ολόκληρο βουνό. Παγόβουνο συγκεκριμένα γιατί νιώθω και ένα πάγωμα απέναντι στον άλλο.

Αυτό με ενοχλούσε και με ενοχλεί – όταν συμβαίνει – γιατί όταν θυμώνω πρώτη από όλους, εγώ δεν περνάω καλά. Άρχισα να ψάχνω να βρω τρόπους για να το διορθώσω ή να το ελαττώσω. Δεν πήγε πολύ καλά. Στην αναζήτησή όμως συνειδητοποίησα ότι αυτό που εγώ έβλεπα σαν παγόβουνο ήταν απλά η κορυφή του. Όχι και πολύ αισιόδοξη ανακάλυψη, το ομολογώ.

Παρατήρησα λοιπόν ότι πίσω από κάθε τι (τις περισσότερες φορές) που με θύμωνε κρυβόταν κάποια δική μου αδυναμία ή ανάγκη που δεν είχε εκφραστεί με λόγια. Πίσω από κάθε φίλο/συγγενή/συνάδελφο που έκανε το πρόγραμμα του χωρίς να με υπολογίζει, κρυβόταν η αδυναμία μου να διεκδικήσω αυτό που ήθελα/άξιζα. Πίσω από κάθε “ναι” που έλεγα ενώ ήθελα να πω “όχι” κρυβόταν ο φόβος μου να μη στενοχωρήσω τον άλλο. Και πολλά άλλα τέτοια…

Γενικώς λοιπόν ανακάλυψα ότι ο θυμός δεν ήταν ποτέ μόνος. Ήταν μια ομπρέλα που έκρυβε ένα σωρό αλλά συναισθήματα, φοβίες, αδυναμίες και αν δεν κατάφερνα να αντιμετωπίσω αυτές, ο θυμός δε θα έπαυε να υπάρχει αλλά θα συνέχιζε να μου δημιουργεί προβλήματα.

Και ήρθε σε ένα email η επιβεβαίωση όλων αυτών…

“Κάθε κριτική, επίκριση, διάγνωση και έκφραση θυμού, είναι η τραγική έκφραση μιας ανάγκης που δεν έχει καλυφθεί”, Marshall B. Rosenberg

… πολλά τραγούδια λένε. 

Αν δεν έχετε δοκιμάσει να χορέψετε το αγαπημένο σας τραγούδι και να θέλετε να το τραγουδήσετε ταυτόχρονα ίσως να μην καταλάβετε τι ακριβώς εννοεί η παροιμία. Το σημείο που έχετε φτάσει στο κορύφωμα του τραγουδιού και ξαφνικά κόβετε η ανάσα σας και δεν μπορείτε ούτε να χορέψετε ούτε να τραγουδήσετε καλά, όμως το παλεύετε. Όσοι είναι εκτός του χορού, μπορούν να τραγουδούν το αγαπημένο σου τραγούδι και πολλά άλλα και να σου λένε μα γιατί δεν μπορείς;… Και νιώθετε οτι κάτι δεν κάνετε καλά. Ότι εσείς φταίτε… Μέχρι να σας πει κάποιος «Κράτα ανάσες». Και τότε συνειδητοποιείς οτι δεν μπορείς να τα κάταφερεις και οτι εσύ πρέπει να «κρατήσεις ανάσες». Κανείς άλλος. Κυριολεκτικά. 

Και μεταφορικά το ίδιο περίπου είναι. Προσπαθείς να είσαι καλός σε όλα. Ταυτόχρονα. Καλή μάνα, καλή κόρη, καλή αδελφή, καλή σύζυγος, καλή υπάλληλος, καλή φίλη, καλή γενικώς… Και φτάνεις σε ένα σημείο που φυσικά δεν είσαι καλή σε όλα αυτά και όλοι παραπονιούνται και προσπαθούν να σε γεμίσουν τύψεις γιατί δεν είναι η πρώτη σου προτεραιότητα. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι τελικά εσύ δεν είσαι καλά. Και όσο εσύ δεν είσαι καλά, τόσο δεν πρόκειται να είσαι καλή σε όλα τα άλλα. Και δημιουργείτε ένας φαύλος κύκλος που κανείς δεν είναι ευχαριστημένος. Και όλοι έχουν μια άποψη για το πως θα γίνεις καλύτερη. Σε σχέση με το ρόλο που τους αφορά. 

Μέχρι τη στιγμή που θα βρεθεί κάποιος να σου πει «κράτα ανάσες». Κάνε λίγο πίσω να σκεφτείς τον εαυτό σου. Να πάρεις δυνάμεις, να γεμίσεις μπαταρίες, να ζήσεις. 

Αρκεί να βρεθεί.

Το σημερινό challenge θέλει top 10. και θα το έχει. Η σειρά είναι τυχαία.

  1. Να είναι αδιάφορος
  2. Να μην είναι συνεπής
  3. Να λέει ψέματα
  4. Το να μην σέβεται τον άλλο
  5. Να είναι απαισιόδοξος ή μη υποστηρικτικός στους άλλους
  6. Να είναι ειρωνικός
  7. Να είναι παρτάκιας
  8. Να είναι αχάριστος
  9. Να είναι ή να το παίζει ξερόλας και να διορθώνει συνεχώς τους άλλους παντού και πάντα
  10. Να είναι ηττοπαθής. Κάτι σαν το απαισιόδοξος πάλι αλλά ως προς τον εαυτό του.

Αυτά…

Συχνά παλεύουμε να ξεπεράσουμε τύψεις που νιώθουμε για πράγματα που κάναμε ή δεν κάναμε ή μήπως θα μπορούσαμε να το κάνουμε καλύτερα;

Μήπως δεν έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου; Μήπως δεν το πάλεψα αρκετά; Μήπως… μήπως… μήπως…

Πάντα σε σχέση με τους άλλους. βάζοντας τον εαυτό μας απέναντι και ζητώντας του να απολογηθεί για τις οποίες επιλογές έκανε.

Και στο υποθετικό σενάριο που καταλήγουμε πως όλα έγιναν καλά και δεν υπάρχει λόγος να νιώθουμε τύψεις, νιώθουμε ήρεμοι. Είμαστε όμως;

Σε όλη αυτή την προσπάθεια μήπως ξεχάσαμε να αναρωτηθούμε για μένα τι έκανα; Και φτάνουμε να ζούμε μια ζωή που δε χαρήκαμε όσο θέλαμε, όσο μας άξιζε γιατί κάναμε ότι περνούσε απο το χέρι μας για να μη κάνουμε κάτι που θα το «στερήσουμε» από κάποιον άλλο.

Και τελικά το στερούμε απο τον εαυτό μας.