Την πρώτη κιόλας ημέρα που έφτασα στας εξοχάς, ήρθε η ανακοίνωση. Σάββατο βράδυ, θα έχει full moon party στην παραλία. Βέβαια η πανσέληνος είναι Κυριακή, αλλά ποιός νοιάζεται;
Όλη την εβδομάδα λοιπόν το δουλεύαμε. Καλέσαμε και φίλους από την Αθήνα. Το περιμέναμε πως και πως. Το Σάββατο το πρωί αρχίσαμε να οργανωνόμαστε για το βραδυνό μπανάκι. Τα παιδιά, έπρεπε να κοιμηθούν το μεσημέρι για να αντέξουν (σιγά μην κοιμόντουσαν και σιγά μην άντεχαν, τελικά) και οι μεγάλοι να προπονηθούν για νυχτερινό beach volley.
Κάπου στο μεσημεράκι, χτυπάει το τηλέφωνο. Χωρίς πολλά λόγια, το βράδυ θα είχαμε επισκέψεις. (Μεταξύ μας, δεν το πίστευα ότι θα ερχόντουσαν τελικά… αλλά έχει πέσει μοναξιά στην Αθήνα).
Ξεκινάμε για την πλάζ. Πέφτουμε στη θάλασσα. Το καλύτερο μπάνιο που έχω κάνει ποτέ μου. Οι επιδόσεις μου στο “τόπι” ήταν άθλιες – αν έχεις και 17 χρόνια να παίξεις – αλλά το ευχαριστήθηκα. Γρήγορο ντουζ, σουβλάκι στην παραλία και … ξαναχτυπάει το τηλ.
– Που σε βρίσκουμε;
– Θα έρθετε τελικα ε;
– Ναι. Σε καμιά ώρα ξεκινάμε.
Δίνω τις απαραίτητες οδηγίες.
– Άντε ελάτε, γιατί έχω όρεξη για χορό.
1,5 ώρα μετα (ναι, με αεροπλάνο ήρθαν) ξαναχτυπάει το τηλ.
– Ωχ, χάθηκαν!
– Είμαστε απ’ έξω.
– Αστέρια είστε. Έρχομαι.
Αυτό βέβαια είναι μια κουβέντα. Γιατι εγώ γυαλιά δε φορούσα. Άντε τώρα να τους δω. Για όλα όμως είχαν φροντίσει. Σε απόσταση περίπου 50μ. ακούω μια φωνή. Για την ακρίβεια δεν ήταν φωνή. Ήταν το ονοματεπώνυμό μου. Ωχ,Θεέ μου. Ήρθαν.
Η βραδιά κύλησε τόσο ωραία, με τόσο γέλιο, τόσο ποτό, τόση συζήτηση… που το πρωί δεν ήμουν σίγουρη αν το είχα δει στον ύπνο μου ή όχι. Το σίγουρο είναι ότι το ευχαριστηθήκαμε πάρα πολύ. Τα απρόβλεπτα τελικά είναι τα καλύτερα!