Πάρκαρα το αυτοκίνητο λίγο πιο μακριά από το συνηθισμένο. Καθώς δεν είχα την πολυτέλεια του χρόνου να βρω άλλη θέση, κοίταξα φευγαλέα αν ενοχλώ κανέναν. Κοιτάζοντας αριστερά είδα ένα μπαλκόνι από αυτά που δεν χωράς να βγεις να καθίσεις έξω. Πάντα με τρόμαζαν αυτά τα μπαλκόνια. Μου έβγαζαν μια μοναξιά που δεν ήθελα ποτέ να ζήσω. Δεν μπορούσα να φανταστώ να ζουν παιδιά σε αυτό το διαμέρισμα.
Την ώρα που κλείδωνα το αυτοκίνητο, άναψε το φως στο διαμέρισμα. Κοίταξα λιγάκι μια και δεν υπήρχαν κουρτίνες. Δεν κατάλαβα ποιός άνοιψε το φως μια και το μόνο που είδα ήταν μια γιαγιά καθισμένη σε μια πολυθρόνα να κοιτάζει προφανώς τηλεόραση. Εμένα όμως μου φάνηκε σα να κοιτούσε το παράθυρο.
Την εικόνα αυτή την είχα ξαναδει … σε άλλο χώρο.
Καθώς περπατούσα ήρθαν στον μυαλό μου εκείνα τα Χριστούγεννα. Είχα πάει στη “Βούλα”. Στο νοσοκομείο. Δεν είχα κάποιον δικό μου εκεί. Αλλά ένα “τάμα” μιας φίλης, με οδηγεί σχεδόν κάθε χρόνο τέτοιες μέρες. Μια επίσκεψη σε διάφορα δωμάτια και μια ευχές για γρήγορη αποκατάσταση και καλές γιορτές ήταν αρκετή για να “γεννήσει” πολλά χαμόγελα.
Στην επιστροφή και ενώ ήμασταν “γεμάτοι” από τη χαρά του να μοιράζεις χαμόγελα κάποιος πρότεινε να συνεχίσουμε τις επισκέψεις. Μια γνωστή γνωστού ήξερε έναν οίκο ευγηρίας (γηροκομείο, δηλαδή, μη γελιόμαστε) στην Γλυφάδα. Χωρίς πολλές σκέψεις, κάναμε καθ’ οδόν ένα τηλέφωνο και με χαρά θα μας δέχονταν. O χώρος θύμιζε ξενοδοχείο πολυτελείας. Παγώσαμε λίγο γιατί δεν ξέραμε τί να κάνουμε. Καθώς ήταν παραμονές Χριστουγέννων είπαμε να ξεκινήσουμε τραγουδώντας τα κάλαντα. Αυτό ήταν! Οι ηλικιωμένοι άρχισαν να τραγουδάνε μαζί μας. Θυμήθηκαν τραγούδια που έλεγαν στα παιδικά τους χρόνια. Τραγουδήσαμε όλοι μαζί, χορέψαμε. Στο τέλος μας πήγαν κοντά στο στολισμένο δέντρο. Υπήρχαν κρεμασμένες κάλτσες με μικροδωράκια. Μας έδωσαν από μία. Ντραπήκαμε πάρα πολύ. Μια γιαγιά που καθόταν σε μια πολυθρόνα, ανίκανη να χορέψει μαζί μας, μου ψυθίρισε: “Τα είχαμε φτιάξει για τα παιδιά και τα εγγόνια μας, αλλά δεν ήρθαν φέτος”.
Με πολύ κόπο συγκράτησα τα δάκρυά μου μέχρι να βγούμε από τον πολυτελή οίκο ευγηρίας.
Βουρκωμένη συνέχισα το πρόγραμμά μου. Στην επιστροφή, το φως ήταν σβησμένο.