“Δεν είμαι πολύ καλά. Πονάει από το πρωί το πόδι μου. Μάλλον το παράκανα εχθές, αλλά γούσταρα πάρα πολύ την «Πασαρέλα 2008» και δεν το μετανιώνω. Θα περάσει. Δεν είναι στο χέρι του. Βασικά στο πόδι μου είναι αλλά τέλος πάντων… Μήπως να μην πάω; Πηγαίνω στο καθρέφτη να μου πω κατάμουτρα την απάντηση. Ααααα, έχω πάει και κομμωτήριο. Τόσο ωραίο μαλλί (λέμε τώρα) να πάει χαμένο; Θα πάω. Βαριέμαι να οδηγήσω. Άσε που φοβάμαι μήπως το κουράσω πολύ και δεν μπορέσω να επιστρέψω. Θα πάρω ταξί. Έφυγααααα”
Ο ταξιτζής είχε την φαεινή ιδέα να περάσουμε από όλα τα στενάκια της περιοχής. Την οποία απόσταση από το ένα στενό στο άλλο την διανύαμε με την ταχύτητα του φωτός. Και δώστου τα απότομα φρεναρίσματα. Και να βλέπω τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα να φεύγουν από δίπλα μου πριν καλά καλά καταλάβω το χρώμα τους. Και να έχω ανακατευτεί… Και ούφ, επιτέλους φτάσαμε. Μπαίνω στην αίθουσα. Η θέση μου με περιμένει. Η πίστα είναι άδεια. Πριν προλάβω να βολευτώ καλά καλά παίζει το κομμάτι από την χορογραφία του Trophy. Χαμογελάω. Ένα χέρι απλώνεται μπροστά μου. Η πίστα εξακολουθεί να είναι άδεια.
– Δεν υπάρχει περίπτωση
– Γιατί; (δεν έχει συνηθίσει σε αρνήσεις, δικές μου τουλάχιστον)
– Καμία όμως. Μόνοι μας δε χορεύουμε
– Καλάαααα
Όση ώρα εμείς το συζητάμε η πίστα αρχίζει να γεμίζει. Εγώ όμως δεν βλέπω ακόμη κόσμο. Έρχεται δεύτερο χέρι. Βλέπω τον κόσμο. Σηκώνομαι διστακτικά. “Έτσι και μας δει ο άλλος, την έβαψα”. Μας τσακώνει.
– Δεν κατάλαβα, κάνουμε διακρίσεις;
– Ε, όχι. Μην το παίρνεις προσωπικά. Αλλά να…
Δεν πρόλαβα να τελειώσω, είχαμε ήδη στρίψει.
Αυτό σήμαινε ή ότι θα έπρεπε να τον παρακαλέσω για να χορέψουμε μετά (ναι, καλά) ή ότι δε θα με άφηνε σε ησυχία (φτου!). Κατά μαντέψατε, το δεύτερο διάλεξε.
– Αυτό σας αρέσει κυρία μου, ή δεν…;
– Μου αρέσει.
– Θα με κρατάς πολύ σφιχτά για να σε κάνω ότι θέλω.
– Εγώ αυτό το θέλω, τώρα;
– Ναι.
– Σαν τσακωμένοι χορεύουμε. Τι τσίτα είναι αυτή.
– Πάθος λέγεται…
– Μπουχαχαχαχαχα Τι πάθος, τι ένταση, τι ρυθμός… ΟΚ, το βουλώνω.
Ξαφνικά ακινητοποιείται (Όχι, δεν είναι η φάση που με πατάνε, βλ. σχόλια 198-200 χαχαχα) και αρχίζει να με στριφογυρίζει γύρω από τον άξονά μου. Το μάθαμε το καλοκαίρι αυτό και πολύ του άρεσε. Εμένα πάλι με ζαλίζει. Ιδρώτας στάζει μέσα στο μάτι μου. Αρχίζω να κλαίω.
– Γιατί κλαίς;
– Από την συγκίνηση, που χορεύουμε τόσο ωραία…
Μας πλησιάζει ο άλλος.
– Εμένα μου λες ότι ζαλίζεσαι.
– Και αυτουνού το λέω, αλλά με βλέπεις να έχω επιλογή;
Τελειώνει το τραγούδι – μαρτύριο. Ευκαιρία να σκουπίσω το μάτι μου. Νόμιζα! Ευκαιρία για να δοκιμάσω να χορέψω στα τυφλά. Με αφήσανε να καθήσω μετά από ένα τέταρτο αφού με έμπλεξαν σε έναν ομαδικό χορό μπουρδουκλώματος και βρεθήκαμε ούτε και εγώ ξέρω πόσο μπλεγμένοι.
– Να οργανωθούμε βρε παιδιά… (θυμήθηκα το γνωστό ανέκδοτο)
Κατά τα άλλα ήταν ένα συνηθισμένο βράδυ Παρασκευής. Έτσι θα μας πάει όλη η χρονιά;