Posts Tagged ‘μοναξια’

Η Α. ήταν καλόβολη και ίσως – αφελής. Ήταν παιδί. Κυριολεκτικά. Με μονοψήφιο αριθμό στην ηλικία της. Λίγο πιο ανεξάρτητη από τα υπόλοιπα παιδιά. Φαινομενικά τουλάχιστον. Πολύ αργότερα κατάλαβε ότι απλά είχε μεγαλύτερη αλυσίδα που την κρατούσε δεμένη και έτσι δεν το καταλάβαινε τότε.

Η Α. λοιπόν κυκλοφορούσε μόνη της στη γειτονιά χωρίς να φοβάται τίποτα και κανέναν. Της είχαν πει οι γονείς της να προσέχει στο δρόμο και να μην παίρνει καραμέλες από αγνώστους. Τα τηρούσε και τα δύο ευλαβικά. Δεν της είπαν όμως ποτέ γιατί. Καραμέλες από αγνώστους δεν έπαιρνε. Δεν χρειαζόταν. Σε όλες τις βόλτες της περνούσε από ένα συγκεκριμένο σημείο όπου ήταν το μαγαζί του Δ. Ο Δ. λοιπόν της έδινε πάντα καραμέλες. Κάτι ροζ με ζάχαρη γύρω γύρω. Πολύ της άρεσαν. Γιαυτό και πάντα έκανε κύκλο για να περάσει από το μαγαζί του.

Δεν ήταν κάτι μυστικό. Ο Δ. ήταν οικογενειακός φίλος. Ήταν καλός άνθρωπος. Όλοι το ήξεραν. Δεν ανήκε στην κατηγορία των αγνώστων. Της φώναζαν οι γονείς της να μην γίνεται ενοχλητική αλλά εκείνος έλεγε ότι δεν τον ενοχλεί και έτσι πήγαινε. Δεν έλεγε όλες τις φορές ότι έφαγε καραμέλα ή ότι πέρασε για να μην την μαλώσουν.

Το μαγαζί είχε μια πολύ συγκεκριμένη μυρωδιά (ταίριαζε με το είδος των υπηρεσιών που προσέφερε) και είχε κάποια εντυπωσιακά μηχανήματα. Πολλές φορές του ζητούσε να της δείξει πως δουλεύουν. Υπήρχε ένα σκαλάκι που έπρεπε να πατήσει για να φτάσει το μηχάνημα. Δεν έφτανε. Περίμενε… Κάθε φορά δοκίμαζε αν ψήλωσε και αν τώρα φτάνει. Κάθε βδομάδα.

Η Α. ήταν αρκετά ανεπτυγμένη οπότε σε μερικές εβδομάδες τα κατάφερε να φτάσει το μηχάνημα. Αυτό ήταν! Τώρα μπορούσε να μάθει να το χρησιμοποιεί. Την βοηθούσε λίγο στην αρχή αλλά μετά μπορούσε μόνη της.Η χαρά της ήταν απερίγραπτη. Τώρα πια ο λόγος που πήγαινε τρέχοντας στο μαγαζί δεν ήταν οι καραμέλες αλλά το τεράστιο μηχάνημα. Της έδειχνε πως να το χρησιμοποιεί. Ερχόταν πολύ κοντά της. Ο ενθουσιασμός της ήταν τεράστιος. Δεν την ενοχλούσε κάτι. Δεν υποψιαζόταν κάτι. Ήταν ένα παιδί. Με μονοψήφιο αριθμό στην ηλικία της.

Κάποια στιγμή και ενώ της έδειχνε ένα μηχάνημα στο πίσω μέρος του μαγαζιού, της λέει, δε νομίζω να λες στους γονείς σου ότι σου δείχνω τα μηχανήματα και σε μαλώσουν. Δεν τους το έλεγε. Ήθελε κάποια στιγμή να τους κάνει έκπληξη. Όμως για έναν περίεργο λόγο ο τρόπος που της το είπε την ταρακούνησε λίγο.

Τα χρόνια περνούσαν. Πλέον ήταν ξεκάθαρο ότι ο Δ. την άγγιζε σε σημεία που δε θα έπρεπε. Το περίεργο ήταν ότι ένιωθε άνετα. Το είχε συνηθίσει; Φοβόταν; Ποτέ δεν μπόρεσε να το κάνει ξεκάθαρο μέσα της. Δεν μιλούσε σε κανέναν. Πίστευε οτι δεν ήταν κατι περίεργο; Ένιωθε αποδεκτή. Γυναίκα. Πίστευε ότι μεγάλωσε. Μετά τον Δ. εμφανίστηκαν άλλα 2 άτομα από το φιλικό και οικογενειακό της περιβάλλον. Ήταν λίγο μεγαλύτεροι από εκείνη. Πιο κοντά στην ηλικία της. Ένιωθε καλά. Αποδεκτή.

Δεν το ήθελε πάντα. Αλλά είχαν τον τρόπο τους να την πείθουν ότι δεν φταίνε, τους προκαλεί. Η Α. ήταν πάντα αγαπητή σε όλους αλλά δεν είχε σχέσεις με παιδιά της ηλικίας της. Δεν ανήκε στα πρότυπα της εποχής. Το ότι προκαλούσε λοιπόν και γινόταν ποθητή από μεγαλύτερους την εξιτάρε. Ή έτσι την είχαν πείσει οτι συνέβαινε. Δεν το έμαθε ποτέ.

Κάποια στιγμή οι συνθήκες την απομάκρυναν από όλους αυτούς τους ανθρώπους. Το κακό όμως είχε ήδη γίνει. Όλες της οι σχέσεις ήταν αποτυχημένες. Πίστευε ότι όποιος την πλησίαζε ήθελε το ίδιο πράγμα. Δεν άξιζε κάτι άλλο. Αν κάποιος ήταν τρυφερός, το έκανε για συγκεκριμένο λόγο. Και όσες φορές δε συνέβαινε αυτό, προσπαθούσε να επισπεύσει τις διαδικασίες με καταστροφικά αποτελέσματα.

Δεν ήθελε να κάνει έρωτα γιατί πίστευε ότι θα κατέληγε σε οίκο ανοχής κάποια στιγμή και γιαυτό προσπαθούσε να το καθυστερήσει. Αναζητούσε την αγκαλιά και το χάδι αλλά όταν το έπαιρνε ήξερε οτι πρέπει να δώσει αντάλλαγμα. Και έτσι κατέστρεφε με τον τρόπο της όλες της τις σχέσεις.

Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν. Πάλευε μόνη της να ξεδιαλύνει όλο αυτό το θολό τοπίο που ήταν ανάμνηση απο την παιδική της ηλικία. Σε πολλά σημεία έχει κενό. Άμυνα; Ίσως.

Προσπάθησε να το τακτοποιήσει μέσα της. Να συγχωρέσει. Να το αφήσει πίσω της. Πάντα όμως εμφανιζόταν μαζί με τα πρώτα της σκιρτήματα. Ήξερε πως έπρεπε να το αντιμετωπίσει. Κατάματα. Να σταματήσει να κατηγορεί τον εαυτό της. Να προχωρήσει μπροστά.

Και τότε μου μίλησε. Η αρχή έγινε…

Σε παρακαλώ παρά πολυ, μην το Κανεις αυτο. Μη θεωρείς τον χρόνο μου λιγότερο σημαντικό απο το δικό σου. Δεν ειναι.

Μη με θεωρείς δεδομένη και τσαντίζεσαι όταν δε μπορω να σε ακολουθήσω. Εγω στενοχωριέμαι περισσότερο απο σένα. Μη με κανεις να αισθάνομαι άσχημα.

Μη με προκαλεις να σχεδιάζω πράγματα που ουσιαστικά δε θες να κανεις μαζί μου αλλα απλά έτυχε να ειμαι εύκαιρη εκείνη τη στιγμή. Μπορεις να μου ζητήσεις να τα σχεδιάσω για εσάς. Θα το κανω με μεγάλη μου ευχαρίστηση. Αρκεί να μου το ζητήσεις.

Μη μου φέρεσαι σα να ειμαι κάποιος σούπερ ήρωας. Δεν ειμαι. Πονάω, τσαντιζομαι, θυμώνω, κλαίω…

Πάρκαρα το αυτοκίνητο λίγο πιο μακριά από το συνηθισμένο. Καθώς δεν είχα την πολυτέλεια του χρόνου να βρω άλλη θέση, κοίταξα φευγαλέα αν ενοχλώ κανέναν. Κοιτάζοντας αριστερά είδα ένα μπαλκόνι από αυτά που δεν χωράς να βγεις να καθίσεις έξω. Πάντα με τρόμαζαν αυτά τα μπαλκόνια. Μου έβγαζαν μια μοναξιά που δεν ήθελα ποτέ να ζήσω. Δεν μπορούσα να φανταστώ να ζουν παιδιά σε αυτό το διαμέρισμα.

Την ώρα που κλείδωνα το αυτοκίνητο, άναψε το φως στο διαμέρισμα. Κοίταξα λιγάκι μια και δεν υπήρχαν κουρτίνες. Δεν κατάλαβα ποιός άνοιψε το φως μια και το μόνο που είδα ήταν μια γιαγιά καθισμένη σε μια πολυθρόνα να κοιτάζει προφανώς τηλεόραση. Εμένα όμως μου φάνηκε σα να κοιτούσε το παράθυρο.

Την εικόνα αυτή την είχα ξαναδει … σε άλλο χώρο.

Καθώς περπατούσα ήρθαν στον μυαλό μου εκείνα τα Χριστούγεννα. Είχα πάει στη “Βούλα”. Στο νοσοκομείο. Δεν είχα κάποιον δικό μου εκεί. Αλλά ένα “τάμα” μιας φίλης, με οδηγεί σχεδόν κάθε χρόνο τέτοιες μέρες. Μια επίσκεψη σε διάφορα δωμάτια και μια ευχές για γρήγορη αποκατάσταση και καλές γιορτές ήταν αρκετή για να “γεννήσει” πολλά χαμόγελα.

Στην επιστροφή και ενώ ήμασταν “γεμάτοι” από τη χαρά του να μοιράζεις χαμόγελα κάποιος πρότεινε να συνεχίσουμε τις επισκέψεις. Μια γνωστή γνωστού ήξερε έναν οίκο ευγηρίας (γηροκομείο, δηλαδή, μη γελιόμαστε) στην Γλυφάδα. Χωρίς πολλές σκέψεις, κάναμε καθ’ οδόν ένα τηλέφωνο και με χαρά θα μας δέχονταν. O χώρος θύμιζε ξενοδοχείο πολυτελείας. Παγώσαμε λίγο γιατί δεν ξέραμε τί να κάνουμε. Καθώς ήταν παραμονές Χριστουγέννων είπαμε να ξεκινήσουμε τραγουδώντας τα κάλαντα. Αυτό ήταν! Οι ηλικιωμένοι άρχισαν να τραγουδάνε μαζί μας. Θυμήθηκαν τραγούδια που έλεγαν στα παιδικά τους χρόνια. Τραγουδήσαμε όλοι μαζί, χορέψαμε. Στο τέλος μας πήγαν κοντά στο στολισμένο δέντρο. Υπήρχαν κρεμασμένες κάλτσες με μικροδωράκια. Μας έδωσαν από μία. Ντραπήκαμε πάρα πολύ. Μια γιαγιά που καθόταν σε μια πολυθρόνα, ανίκανη να χορέψει μαζί μας, μου ψυθίρισε: “Τα είχαμε φτιάξει για τα παιδιά και τα εγγόνια μας, αλλά δεν ήρθαν φέτος”.

Με πολύ κόπο συγκράτησα τα δάκρυά μου μέχρι να βγούμε από τον πολυτελή οίκο ευγηρίας.

Βουρκωμένη συνέχισα το πρόγραμμά μου. Στην επιστροφή, το φως ήταν σβησμένο.

Η χελώνα ήταν το μόνο κατοικίδιο που είχα καταφέρει να περιεργαστώ  όταν ήμουν μικρή. Δεν ήταν εύθραυστη και δεν την φοβόμουν. Με νευρίαζε λίγο όταν μου κρυβόταν ή όταν εξαφανιζόταν αλλά τότε ήμουν μικρή και το έβλεπα διασκεδαστικό.

Ήθελα να μπω καποια στιγμή στο καβούκι της γιατί το φανταζόμουν πολύ ωραίο μια και η χελώνα μου έβρισκε “καταφύγιο” εκεί.

Μεγαλώνοντας ανακάλυψα τους ανθρώπους-χελώνες. Μπόρεσα και πάλι να τους περιεργαστώ… λίγο. Και κατέληξα πως οι άνθρωποι – χελώνες έχουν 2 χαρακτηριστικά που δεν αντέχω.

1. Είναι αργοί.

Πηγαίνουν σιγά σιγά στο στόχο τους. Όλα ωραία και καλά. Με την προϋπόθεση όμως ότι ο στόχος είναι ακίνητος και… τους περιμένει.

2. Είναι… αντικοινωνικοί.

Πάνω που βαρέθηκες να περιμένεις να φτάσουν το στόχο και αποφασίζεις να τους βοηθήσεις, τσούπ!, κλείνονται στο καβούκι τους. Φοβούνται μη τυχόν και τους αγγίξεις? Μη τυχόν και τους αρέσει το “ντάντεμα” και θέλουν συνέχεια? Πραγματικά δεν ξέρω γιατί κρύβονται.

Δεν ξέρω αν το δικό τους καβούκι είναι μοναδικά όμορφο όπως φανταζόμουν το καβούκι της χελώνας μου, σίγουρα όμως είναι μοναχικό.

Θυμάμαι από μικρή η Πρωτομαγιά δεν μου πήγαινε καλά…

Στα πολύ παιδικά μου χρόνια, θυμάμαι να ξεχυνόμαστε στα διπλανά οικόπεδα για να μαζέψουμε μαργαρίτες. Ποτέ δεν μου άρεσε που τραυματίζαμε τα λουλουδάκια για να φτιάξουμε ένα στεφάνι. Ποτέ δεν μου άρεσαν τα στεφάνια. Γενικώς.

Λίγο αργότερα, στα εφηβικά μου χρόνια, με πρόφαση μια αλλεργία κατάφερα να μην λαμβάνω μέρος σε αυτό το “φονικό” των λουλουδιών. Τότε η Πρωτομαγιά σήμαινε βόλτα στην εξοχή, καφές με φίλους. Και όμως πάλι η Πρωτομαγιά δεν ήταν η καλύτερη μου ημέρα. Λες και όλο το σύμπαν συνομωτούσε εναντίον μου εκείνη την ημέρα. Μια λάθος συννενόηση, ένας εκνευρισμός και η ημέρα χαλούσε.

Κάποια χρονιά όλα έδειχναν τέλεια. Η κολλητή μου θα έβγαινε επιτέλους ραντεβού με τον μεγάλο της έρωτα. Είχα χαρεί και εγώ τόσο πολύ… Μια αναφορά σε λάθος άτομο τα χάλασε όλα…

Λίγα χρόνια αργότερα οργανώναμε εκδρομή (εκτός Αττικής) με τα καινούργια αυτοκίνητα. Θα πηγαίναμε στην Πάρνηθα. Πολλά άτομα. Άτομα που αγαπούσα πολύ. Ένας λάθος δρόμος, μια υπερευαισθησία για το αυτοκίνητο, μια “βαριά” κουβέντα και όλα χάλασαν…

Πρόσφατα Πρωτομαγιά μίλησα για τελευταία φορά με τον πατέρα μου. Μετά η απόλυτη σιωπή. Μετά μόνο νοήματα…

Φέτος… Είπαμε δεν μου πάει η Πρωτομαγιά!

Και ας με έλεγαν Το κορίτσι του Μάη…

exelixi tentomeno skoini.jpgΔυστυχώς σε αυτό το σχοινί δεν χωράνε δυο.

Και έχω υψοφοβία…

Και δεν μ’ αρέσει να’μαι μόνη…

Αλλά πρέπει. Πρέπει να περάσω μόνη μου απέναντι. Θα σε περιμένω ή θα με περιμένεις – ελπίζω – απέναντι…

5 – τουλάχιστον – διαφορετικές ιστορίες.

5 – τουλάχιστον – διαφορετικά “ζευγάρια” ανθρώπων.

5 – τουλάχιστον – διαφορετικές πορείες.

5 – τουλάχιστον – ίδιες καταλήξεις. Η εξαφάνιση.

Αρχικά όλες (γιατί μιλάμε πάντα για γυναίκες, δυστυχώς!) πίστευαν ότι κάτι είχαν κάνει εκείνες λάθος.

Κάτι δεν είχαν εκτιμήσει σωστά…

Κάτι δεν έπρεπε να πουν και το είπαν…

Κάτι έπρεπε να πουν και δεν το είπαν…

Κάπου δεν έδωσαν χώρο στον άλλο…

Κάπου έδωσαν παραπάνω χώρο στον άλλο…

Κάπου βιάστηκαν…

Κάπου άργησαν…

Έτσι νόμιζαν. Και πάλι ξεκινούσαν από την αρχή. Σίγουρες ότι αυτή τη φορά δεν θα κάνουν λάθη.

Κι όμως η κατάληξη ήταν πάλι η ίδια. Πάντα η ίδια.

Μοναξιά και απορία. Γιατί? Τι έκανα λάθος? Τι έπρεπε να κάνω? Τι δεν έπρεπε να κάνω?

Απορίες που δεν έχουν βρει ακόμη απάντηση. Μήπως τελικά είναι νέα επιδημία?

Η επιδημία της εξαφάνισης!