Posts Tagged ‘μπαμπάς’

Άλλο έψαχνα, αλλά έπεσα πάνω σου κοριτσάκι. Xαθήκαμε…

Ένα τραγούδι, χιλιάδες διαφορετικές αναμνήσεις… Γιατί τίποτα δεν είναι τυχαίο. Oύτε η σημερινή ημέρα.

Kαι αμέσως μετά χτύπησε το τηλέφωνο. Σα να ήξερα τι ήθελες. Eίπες 2 χαζά αστεία.

– Πήγες;

– Δεν πρόλαβα…

– Θες να πάμε μαζί μετά;

– Nαι.

Tίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Kαταλάβαμε…

Στο γυμνάσιο την σκυτάλη στο διάβασμα την πήρε ο μπαμπάς, καθώς βγήκε σε σύνταξη. Εκεί τα πράγματα ήταν πιο ζόρικα για μένα. Δεν ήταν εύκολο να τον πείσω ότι διαβάζω και μόνη μου. Αρχίσαμε λοιπόν το διάβασμα με την γνωστή μέθοδο της παπαγαλίας που σιχαινόμασταν και οι δύο. “Διάβασε τι σας έχουν βάλει, και έλα να μου πεις το μάθημα”.

Εγώ διάβαζα μια φορά τι έγραφε το βιβλίο και έλεγα τα δικά μου. Τι;, τσάμπα είχα μάθει τόσες εναλλακτικές λέξεις; Ευτυχώς ο μπαμπάς δεν έπεμενε στην παπαγαλία αλλά στο νόημα. Το οποίο, όταν παρακολουθούσα στην τάξη, έβγαινε εύκολα. Όταν όμως χάζευα – συχνό φαινόμενο- του έβγαζα την ψυχή.

Το σκηνικό λοιπόν είχε ως εξής: Ο μπαμπάς ξαπλωμένος να λύνει σταυρόλεξο και εγώ να χώνομαι κάτω από την κουβέρτα, να κουλουριάζομαι δίπλα του, να προσπαθώ να τον πείσω ότι έχω διαβάσει και να λύσουμε μαζί το σταυρόλεξο.

Έπιανε λοιπόν το βιβλίο και αρχίζαμε. Θυμόμουν τα μισά. Άντε πάλι… Το ίδιο σκηνικό για καμία ώρα. Τελικά το συζητούσαμε το μάθημα. Και έτσι μάθαινα πιο πολλά. Έπαιρνα και το ύφος του “τι λες τώρα” και όλα καλά. Τελειώναμε γρήγορα και μετά αγκαλίτσα λύναμε σταυρόλεξα…

Και δώστου νέες λέξεις για μένα…

Τελικά πάνω που άρχισε να μου αρέσει το διάβασμα με τον μπαμπά, το κόψαμε. Με “διάβαζε” μόνο όταν είχα κανένα σημαντικό διαγώνισμα και αφού τον έπρηζα πρώτα. Έλεγε πάντα “σου έδειξα τον τρόπο να διαβάζεις, δεν έχει νόημα να διαβάζεις μόνο μαζί μου. Εγώ απλά έλεγχο θα κάνω αν θες”.

Ο μπαμπάς ερχόταν στο σχολείο να ρωτήσει κιόλας την πρόοδό μου. Πάντα άκουγε τα καλύτερα (όχι τόσο στην απόδοση όσο στη διαγωγή) αλλά με αυστηρό ύφος (που έβλεπα ότι γελούσαν τα μουστάκια του) μου έλεγε ότι θέλει κι άλλη προσπάθεια. Κάποια στιγμή που είχε έρθει να πάρει τους βαθμούς του έδωσε συγχαρητήρια η καθηγήτρια. Την ρώτησε για ποιο πράγμα, αφού οι βαθμοί μου ήταν μέτριοι. Και τότε του έδειξε τις απουσίες. χμ… μάλλον κατάλαβε.

Πράσινο, πράσινο… Έλεγε η Eύη σε κάθε φανάρι. Mε μια χαρά, μικρού παιδιού. Kάποια στιγμή, σκέφτηκε ότι μπορεί να με τσαντίζει αυτό και άρχισε να εξηγεί ότι αυτό ήταν ένα παιχνίδι που έπαιζε με τον παππού της όταν ήταν μικρή.

Aυτό ήταν! H υπόλοιπη διαδρομή ήταν πίσω στα παιδικά μου χρόνια. Θυμήθηκα παιχνίδια που έπαιζα με τον πατέρα μου, όταν βρισκόμασταν σε λεωφορεία και τρόλευ (ναι, τότε μόνο αυτά τα μεταφορικά μέσα υπήρχαν).

Στο τρόλεϋ λοιπόν, καθόμουν δίπλα στην πόρτα και περίμενα. Mόλις έβλεπα κάποιον να περιμένει για να κατέβει, τσούπ!, πάταγα το κουμπάκι που είχε ήχο… Πολύ το χαιρόμουν γιατί έπρεπε από την μία να ελέγχω καλά ότι θέλει να κατέβει κάποιος (να μην σταματήσει τσάμπα ο οδηγός) και από την άλλη να προλαβαίνω να μην χτυπήσει πρώτος το κουδούνι. Tρομερή αγωνία, σας λέω…

Στα λεωφορεία κοιτούσα πάντα έξω από το παράθυρο (σας είπα;, καθόμουν πάντα στα πόδια του μπαμπά μου, μια και τότε στα λεωφορεία δεν υπήρχαν διπλές θέσεις) και παίζαμε τα ταξί. Aυτό το παιχνίδι είχε παραλλαγές. Στην αρχή (και όταν έγινε η αλλαγή από γκρί σε κίτρινα ταξί) παίζαμε με τα χρώματα. Ποιός θα δει πρώτος κίτρινο ταξί.

Mετά παίζαμε με τις πινακίδες. Έπρεπε να βρούμε με την σειρά (εγώ το πρώτο, ο μπαμπάς το τελευταίο νούμερο και τούμπαλιν) 10 οχήματα. Tο παιχνίδι αυτό έληξε άδοξα όταν εφαρμόστηκε ο δακτύλιος. Tότε απλά παίζαμε μονά – ζυγά.

Όταν επιστρέφαμε και ήμουν πολύ κουρασμένη, του ζητούσα να μου πει ένα παραμύθι. Όχι οποιοδήποτε παραμύθι. Ένα συγκεκριμένο. Tο ίδιο κάθε φορά. “O Aλή μπαμπά και οι 40 κλέφτες”. Δεν ξέρω γιατί μου άρεσε αλλά το λάτρευα. Aυτό και το τραγουδάκι “Tριαλαλα, αγκινάρες και κουκιά, κόκκινες καλές ντομάτες 2 δεκάρες η οκιά”. Mιλάμε για παράνοια…

Aν είχατε πετύχει ποτέ ένα σπαστικό πιτσιρίκι να πανηγυρίζει όσο χαμηλόφωνα μπορούσε με έναν ταλαίπωρο μπαμπά να παίζει μαζί του, εγώ ήμουν! Πολύ θα ήθελα να πετύχω ένα τέτοιο πιτσιρίκι, με έναν τέτοιο μπαμπά μέσα στο λεωφορείο και ας μιλούσαν δυνατά…

Aφιερωμένο στον Άρη και όχι μόνο.

Σε βάφτισαν Ευστάθιο. Οι περισσότεροι σε φώναζαν Στάθη. H μαμά μου σε φώναζε Σταθιό. Εγώ είχα την ιδιαίτερη χαρά και ευλογία να σε φωνάζω μπαμπά.

Δεν ξέρω τι λένε για τις σχέσεις πατέρα και κόρης αλλά εγώ δεν βίωσα κάτι διαφορετικό (ιδιαίτερη αδυναμία) σε σχέση με τον αδελφό μου. Μας αγαπούσες το ίδιο. Όλα τα παιδιά τα αγαπούσες. Όταν σε ρώτησα γιατί δεν κάνατε και άλλα παιδιά αφού το θέλατε τόσο μου απάντησες πως δεν θα άντεχες να σου ζητούσαμε κάτι πρώτης ανάγκης και να μην μπορούσες να μας το προσφέρεις. Γιαυτό ήμουν πολύ προσεκτική στο τι ζητούσα… Γιαυτό προσπαθούσα να “κάνω κουμάντο” (άσχετα αν ποτέ δεν θα κατάφερνα).

Δεν γκρίνιαξες ποτέ για τα παιδιά που φώναζαν στην γειτονιά το μεσημέρι. Ήσουν αυστηρός μαζί τους όταν έπρεπε αλλά τα υπερασπιζόσουν πάντα γιατί είναι παιδιά και έχουν δικαίωμα να παίξουν. Εγώ δεν τα ήξερα όλα με το όνομά τους. Εσύ τα ήξερες. Μου ζήτησες λοιπόν να αγοράσω ένα παιχνίδι για τον Ανδρέα γιατί γιόρταζε. Και μετά για την αδελφή του, για τον Ιγνάτιο, για τον Παναγιώτη… για όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Από ένα παιχνίδι για να παίζουν. Κάτι μικρό. Παραξενεύτηκα αλλά δεν είπα τίποτα. Σου πήρα τα δωράκια, τα έδωσες και η ζωή κύλησε ήσυχα.

Είπαμε όμως, σήμερα γιορτάζεις. Κάθε χρόνο θυμάμαι ,όταν ήμουν μικρή, πως η γιορτή σου ήταν ένα πανηγύρι. Μαζευόταν πολύς κόσμος. Φίλοι, συγγενείς… Εμείς προσπαθούσαμε να σερβίρουμε τους καλεσμένους, να βοηθήσουμε για το τραπέζι. Στα κρυφά πηγαίναμε και ανοίγαμε τα δώρα. Τα περισσότερα ήταν ποτά. Απογοητευόμασταν και τα κλείναμε διακριτικά… Μου άρεσε αυτή η μέρα. Έβλεπα φίλους σου που είχα χρόνια να δω. Δεν με πείραζε που δεν είχαν παιδιά για να παίξω. Χαιρόμουν αυτή την ημέρα. Όταν πέρασαν αρκετά χρόνια και βγήκες στη σύνταξη αποφάσισες να μην γιορτάζεις. Δεν είμαστε για τέτοια έξοδα μου έλεγες. Είχα θυμώσει τότε πάρα πολύ. Ήταν όμως η γιορτή σου και δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Έπρεπε να υπακούσω στη θέλησή σου.

Έχουν περάσει 3 χρόνια που λείπεις. Που μας λείπεις. Τα παιδιά ακόμη θυμούνται το παιχνίδι που τους χάρισες. Ήταν την τελευταία χρονιά που ήσουν κοντά μας…

Εμείς θυμόμαστε ακόμη την γιορτή σου. Και θα σου πω ένα μυστικό. Κάνουμε κάθε χρόνο τραπέζι. Μόνο που αυτή τη φορά δεν γίνεται στο σπίτι μας. Και δεν έρχονται οι φίλοι και οι συγγενείς σου. Έρχονται άνθρωποι που δεν σε ξέρουν όμως σίγουρα θα ήθελες να τους έχεις γνωρίσει. Δεν σου φέρνουν δώρα αλλά σε ευχαριστούν γιαυτά που τους προσφέρεις εσύ. Δεν σου λένε “Χρόνια Πολλά” αλλά “Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή σου”.