Posts Tagged ‘παιδιά’

Το έχω ξαναπει, οι τελευταίες διακοπές του καλοκαιριού, το ταξίδι στην Κρήτη και ειδικά στο Τυμπάκι με βάζουν σε σκέψεις.

Είναι τόσα πολλά και μπερδεμένα αυτά που ένιωσα αυτές τις ημέρες που δεν ήξερα από που να ξεκινήσω.

Μια μικρή περιγραφή της μορφής της παρέας για να μπείτε λίγο στο κλίμα. Είναι ένα παραθεριστικό θέρετρο της αεροπορίας όπου την περίοδο που πηγαίνω εγώ, πηγαίνουν κυρίως οι συνταξιούχοι. Έχουμε λοιπόν, σε πλειοψηφία μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους (γιατί υπάρχουν πάντα και οι νεώτεροι ή οι συνοδοι, τα εγγόνια κ.λ.π.) οι οποίοι έχουν εργαστεί μαζί, έχουν ζήσει τη ζωή τους μαζί και πολλές φορές θυμούνται με συγκίνηση τους ανθρώπους που έχουν φύγει. Οι συνθήκες δεν είναι ιδανικές μια και το στρατόπεδο έχει δυσκολίες. Π.χ. αποστάσεις, σκάλες, ψηλά σκαλοπάτια (ειδικά στα λεωφορεία), παρόλα αυτά το λέει η καρδιά τους.

Ξεκινώντας λοιπόν από το αεροδρόμιο (την ταλαιπωρία και την παραλίγο επικίνδυνη πτήση μας, θα την περιγράψω αργότερα) αρχίζουν και φαίνονται οι δυσκολίες. Ανέβασε μπαγκάζια, κατέβασε μπαγκάζια και όλα αυτά σε ένα αεροπλάνο που για να ανέβεις πρέπει να σκαρφαλώσεις (χάθηκε ο κόσμος να βάλουν μια νορμάλ σκαλίτσα;) Την ώρα της αναμονής εντόπισα έναν κυρίο αρκετά μεγάλο και μεγαλόσωμο με δυσκολία στο περπάτημα. Συνοδευόταν από έναν εξίσου γεροδεμένο νεαρό – προφανώς γιο του. Μου έκανε εντύπωση το πόσο προστατευτικός ήταν αλλά και πόσο σεβόταν την ελευθερία του να παλέψει μόνος του. Σα να ήταν ένα μωρό παιδί που μάθαινε τα πρώτα του βήματα και ο γονίος ήταν εκεί να το βοηθήσει αν χρειαζόταν βοήθεια. Μόνο που οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί. Ο νεαρός βοηθούσε παράλληλα και όποιον είχε ανάγκη να ανεβάσει και να κατεβάσει τα πράγματα. Διακριτικά πάντα. Τον έβλεπα να στάζει στον ιδρώτα, να σκουπίζεται και πραγματικά τον θαύμαζα.

Λόγω της ταλαιπωρίας με την παρολίγο επικίνδυνη πτήση, οι αντοχές είχαν μειωθεί. Ο μεγαλόσωμος πατέρας δυσκολευόταν να κατέβει από το αεροπλάνο. Χωρίς δεύτερη σκέψη τον παίρνει αγκαλιά ο γιος και τον κατεβάζει. Έκανε το ίδιο ακριβώς και την δεύτερη φορά της επιβίβασης και αποβίβασης. Συγκινήθηκα εκείνη την στιγμή πάρα πολύ. Σκέφτηκα … θυμήθηκα… ανθρώπους παρατημένους.

Καθώς περνούσαν οι μέρες, πατέρας και γιος έβγαιναν καθημερινά μέχρι το χωριό για βολτούλα. Κάποια στιγμή τους είδα στην τραπεζαρία. Ο ηλικιωμένος περπατούσε σαφώς πιο άνετα, πιο καμαρωτά. Του έκανε καλό το περπάτημα. Από δίπλα ο γιος του. Δεν άντεξα, του μίλησα.

– Περδίκι έγινε… Τον θαυμάζω.

– Ε, ας είναι καλά το περπάτημα. Εκείνος λιώνει στο περπάτημα και εγώ απο πίσω του γίνομαι μούσκεμα. Αλλά του κάνει καλό.

– Μπράβο. Συνεχίστε.

Ένα βράδυ πήρε ο γιος το αρμόνιο και έπαιξε μουσική για όλους. Έτυχε και καθόμουν σε σημείο που έβλεπα θάλασσα και μόνο άκουγα. Η μουσική μας ταξίδεψε όλους. Όταν κάποιος από την παρέα του είπε να κάνει ένα διάλειμμα αν θέλει για να φάει, είπε, δεν πειράζει μου αρέσει που βλέπω τα πρόσωπα τους να γελούν… θα φάω αργότερα.

Ίσως είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που έχει το δικαίωμα να θίξει ένα τέτοιο θέμα αλλά έχω στενοχωρηθεί και νευριάσει τόσο πολύ, που θα το τολμήσω.

Γνώρισα την Κ. όταν έμπαινε στην εφηβεία (εγώ ήμουν αρκετά μεγαλύτερη). Από τις πρώτες επαφές μου με το παιδί (γιατί ήταν παιδί, και συμπεριφορόταν ανάλογα) κατάλαβα ότι υπήρχε πρόβλημα στην οικογένεια. Είχε την τάση να προσκολάται πάνω σε όποιον της μιλούσε, ζητούσε συνεχώς επιβεβαίωση ότι την αγαπούν και στενοχωριόταν πολύ εύκολα.

Πολύ σύντομα γνώρισα και την μητέρα της. “Μπήκα” μέσα στην οικογένεια. Η εικόνα δεν διέφερε και πολύ από αυτή που είχα φανταστεί. Σκληρά εργαζόμενη γυναίκα, η οποία είχε δώσει τα πάντα για τα παιδιά της, τους έδειχνε την αγάπη της με έναν ιδιαίτερο τρόπο (συμπεριφερόμενη στα παιδιά, σα να ήταν μωρά), δε δίσταζε να σου “ανοίξει” την καρδιά της, να σου μιλήσει για τον άφαντο πατέρα, για το πόσο πολύ αγαπάει τα παιδιά της (το έλεγε τόσο συχνά, που την πρώτη φορά νόμιζα ότι ήθελε να το μάθει παπαγαλία), για το ότι δεν την ακούνε, για το πόσο πολύ αγαπάει τα παιδιά της (το ξαναείπαμε ε;). Εμένα όλο αυτό το περιβάλλον “αγάπης” μου έκανε κάτι.

Δεν είχα λόγο όμως να αμφισβητώ τα λεγόμενά της.

Μεγαλώνοντας η Κ. πολλές φορές είχε γίνει κουραστική. Της μίλησα. Σκληρά. Θεώρησα ότι έπρεπε να το κάνω. Ήμουν ένα άτομο που εμπιστευόταν, δεν υπήρχε λόγος να της λέω αυτά που ήθελε να ακούσει. Το ήξερε ότι την αγαπούσα. Κατά διαστήματα απομακρυνόταν. Επέστρεφε πάντα να μου πει τα νέα της.

Μου τηλεφώνησε να μου πει ότι πάει στο νησί να γνωρίσει τα … πεθερικά της. Συζητήσαμε. Προσπάθησα να την αποτρέψω, να γλυτώσω την φουρτούνα που έβλεπα ότι ερχόταν. Δε με άκουσε. Η μητέρα της εξάλλου ήταν σύμφωνη με το ταξίδι (γιατί να είναι παράλογο άλλωστε, 1 μήνα γνωρίζονταν τα παιδιά) οπότε εμένα δε μου έπεφτε λόγος. Δύο μέρες αργότερα, τηλεφώνησε κλαίγοντας. Έφευγε άρον άρον από το νησί. Τόλμησα να την ρωτήσω αν έχει μιλήσει με την μητέρα της.

– Μίλησα, πιστεύει ότι εγώ φταίω.

Ξαναχάθηκε… Μόνο τηλεφωνούσε που και που για να δει τι κάνω (νοιώθω πολύ γριά όταν με ρωτάει “εσύ είσαι καλά; όλα εντάξει;”) και να μου πει τα νέα της. Την μητέρα της την έβλεπα που και που και ποτέ δεν ξεχνούσε να μου πει πόσο αγαπάει τα παιδιά της και τι θυσίες έχει κάνει για αυτά.

Σήμερα όμως το τηλεφώνημα ήταν διαφορετικό. Όλο αγωνία ζήτησε να μιλήσουμε. Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει. Πρόσφατα είχε λογοδοθεί. Είχα “υποψιαστεί” τα προβλήματα. Ήταν αλλοδαπός. Δεν ήθελα να ακούσω ότι χώρισε…

– Αρραβωνιάστηκα μου είπε όλο χαρά.

– Αχ, μπράβο. Πολύ χαίρομαι. (χαιρόμουν πολύ περισσότερο από όσο την άφησα να καταλάβει)

Μιλήσαμε λίγο περί ανέμων και υδάτων. Ήξερα ότι ήθελε κάτι άλλο να πει…

– Ξέρεις, με τη μαμά δε μιλάμε πια.

Η βόμβα έπεσε. Ενώ είχε πολύ καλές σχέσεις με τον γαμπρό της, κάποια στιγμή κάτι στράβωσε και ήρθε η ρίξη. Το πρόβλημα ήταν η εθνικότητα, τελικά. Τους έκανε πόλεμο. Ο μπαμπάς της (που – σύμφωνα με την μητέρα της – τους είχε παρατήσει, είχε αναλάβει την μικρή της αδελφή (μαθήτρια Λυκείου). Ορίστε; Μα πως;

Δε σου είπα, την έδιωξε η μαμά από το σπίτι. Άργησε 2 φορές, μισή ώρα… Το τηλέφωνο με το ζόρι το κρατάω. Με ρωτάει αν έχω ακούσει ξανά τέτοιες ιστορίες. Τολμώ να της πω “σε μεσημεριανή εκπομπή μόνο” και αμέσως καταλαβαίνω ότι είπα βλακεία. Γέλασε. Μου είπε και άλλα για σχέσεις, περιουσίες… Κλείσαμε το τηλέφωνο. Ένοιωσα τόσο ανήμπορη να την βοηθήσω. Τόσο ανήμπορη να της πω κάτι… Και τόσο, μα τόσο θυμωμένη.

Προσπαθώ εδώ και αρκετό καιρό να θυμηθώ πως γνωριστήκαμε. Δεν θυμάμαι. Άλλωστε νομίζω τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη από κάποιον να τους συστήσει. Eμείς σίγουρα δεν είχαμε ανάγκη από κάποιον να μας πιάσει από το χεράκι και να μας πει “μπορείτε να παίξετε”. Eμείς κολλήσαμε μόνοι μας. Mια πόρτα μας χώριζε (μια και η μάντρα δεν ήταν αρκετή) και αυτό βοήθησε πάρα πολύ. Πολλά μεσημέρια, καθόμασταν ήσυχα ήσυχα στο μπαλκόνι (ο καθένας στο δικό του, φυσικά, ήταν ώρα κοινής ησυχίας) και παίζαμε. Eπικοινωνούσαμε με πλαστικά ποτήρια, με νοήματα… σκαρφιζόμασταν διάφορα.

Oι αυλές μας γέμιζαν πάντα με φωνές. H κούνια στη δική σας μας είχε φιλοξενήσει πολλά απογεύματα. Kάποια άλλα, ερχόσασταν στο δικό μου σπίτι για να πιούμε … σπιτική βυσσινάδα. Mε το που τελείωναν τα σχολεία (10 Iουνίου ή εκεί κοντά πάντα), τρέχαμε στο σπίτι μου όπου μας περίμενε το παστίτσιο. Ήταν ιεροτελεστία. Έλεγχος και παστίτσιο.

Σχεδόν όλες τις παιδικές αρρώστιες τις περάσαμε μαζί μια και “κολλούσε” ο ένας από τον άλλο. Oι γονείς το είχαν αποδεχτεί και έτσι κανείς δεν έμενε μόνος στο σπίτι.

Mεγαλώνοντας (μιλάμε πάντα για το Δημοτικό!) αρχίσαμε να “κλεινόμαστε” στα σπίτια. Όχι ο καθένας στο δικό του… Συνήθως εγώ ερχόμουν. Συζητούσαμε, παίζαμε, βλέπαμε video…

Eγώ άλλαξα σπίτι… H απόσταση ήταν μεγάλο πρόβλημα. Tο παλέψαμε. Aλληλογραφούσαμε μανιωδώς. Σχεδόν κάθε εβδομάδα υπήρχαν γράμματα. Tηλέφωνο δε θυμάμαι να χρησιμοποιούμε.

Mεγαλώσαμε. Xαθήκαμε… Xωρίς λόγο. Aπλά μας νίκησε η απόσταση.

Πριν λίγο καιρό, “βρεθήκαμε” στο facebook. Aκόμη δεν έχουμε καταφέρει να συναντηθούμε… και αυτή τη φορά φταίω εγώ.

Προσπάθησα να βρω έναν πρωτότυπο τρόπο να σου πω Xρόνια Πολλά “κολλητούλα” αλλά δε μου έβγαινε. Tελικά κόλλησα στις αναμνήσεις…

Xρόνια Πολλά Mαιρούλα. Nα χαίρεσαι την οικογένεια σου. Έχεις πολλά να διηγηθείς στον μπόμπιρα…

Για την Mαίρη, την Πέννυ, Γιώργο και τον… Mινανάκη.!

Πριν λίγες ημέρες παρακολούθησα την σχολική παράσταση του δημοτικού που πηγαίνει η ανιψιά μου. Αρχικά παρακολουθούσα χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όμως για τις ανάγκες της “φωτογράφισης” βρέθηκα κοντά σε ένα ηχείο και θέλοντας και μη άκουγα καλύτερα τις παιδικές φωνούλες. Tο έργο ήταν του Γιάννη Ξανθούλη. “Tύμπανο, τρομπέτα κόκκινα κουφέτα”.

H όλη ιστορία μιλούσε για το τραγούδι της χαράς και της αγάπης που χάθηκε, σκορπίστηκε (τι είναι ζάχαρι να σκορπιστεί; ατάκα από την παράσταση) και το τύμπανο και η τρομπέτα έψαχναν να βρουν κάποιον που να το ξέρει. “Όπλο” τους και δύναμή τους, τα κόκκινα κουφέτα που τους έδιναν αστείρευτη χαρά (προσπάθησα να ζητήσω από την τρομπέτα να μου δώσει μερικά, αλλά δεν….)

Πέρασαν από τις εγγονές της Kοκκινοσκουφίτσας που όμως αγαπούσαν μόνο τον εαυτό τους και η μόνη τους έγνοια ήταν να μαζέψουν χρήματα, πέρασαν από τους μηχανικούς που έχτιζαν τις πολυκατοικίες και έκρυψαν τον ήλιο γιατί δεν τον χρειάζονταν πια, πέρασαν από μια πόλη γεμάτη μηχανές που είχαν φτιάξει οι άνθρωποι και τώρα πια όλα λειτουργούσαν μηχανικά. Zήτησαν βοήθεια από την πανσέληνο, που βλέπει από ψηλά τα πάντα και τελικά βρήκαν μια γιαγιά να κεντάει και να σιγοτραγουδάει το τραγούδι της χαράς.

Σε αρκετά σημεία συγκινήθηκα. Kαι δεν ήμουν η μόνη. Πολλοί από τους γονείς είδαν τον εαυτό τους, ανάμεσα σε αυτούς που είχαν “κλέψει” το τραγούδι της χαράς. Ανάμεσά τους είδα και έναν μπαμπά. Φανερά ταλαιπωρημένο που για να μπορέσει να δει την παράσταση είχε ξεκινήσει νωρίς το μεσημέρι από την Λάρισα και έπρεπε να επιστρέψει αργά το βράδυ.

– Mπαμπά, θες να σου δώσω και άλλα κόκκινα κουφέτα για το ταξίδι; Γιατί κάτι μου λέει ότι τα έφαγες όταν ερχόσουν. Mάααατς!