Και εκεί που έχω κανονίσει το πρόγραμμα της τελευταίας ημέρας της άδειάς μου, χτυπάει το τηλέφωνο. Όχι το καινούργιο (αυτουνού ακόμη δεν έχω συνηθίσει τον ήχο) αλλά το παλιό με τον γνώριμο ήχο. Κοιτάζω το όνομα στην οθόνη και τρίβω τα μάτια μου. Δεν είναι δυνατόν. Που με θυμήθηκε?
Χάρηκα δεν μπορώ να πω. Ειδικά που αποφάσισε να πάρει αυτός τηλέφωνο. Τα νέα βέβαια δεν ήταν πολύ καλά. Ο λόγος που είχε χαθεί είχε πέσει σαν βόμβα. Σύντομα θα άλλαζε ριζικά η ζωή του. Όχι όμως με τον τρόπο που είχε αποφασίσει (μια απόφαση που κουράστηκε και πάλεψε για να πάρει). Δεν είχαμε πει πολλά τότε. Απλά επέλεξα να εξαφανιστώ. Μόνη παράκληση να μάθω κάποια στιγμή νέα του. Ε, τα νέα έφτασαν. Για την ακρίβεια, σχεδόν τίποτα δεν έμαθα. Μου είπε απλά “δεν θέλω να το συζητήσω” και πως τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ούτε προς την μια κατεύθυνση ούτε προς την άλλη.
Ακούστηκε αγχωμένος αλλά παρόλα αυτά ήθελε να με δει κάποια στιγμή. Πόσες φορές το άκουσα αυτό τα τελευταία χρόνια… Κλείσαμε το τηλέφωνο γιατί… έπρεπε. Σύντομα έλαβα ένα μήνυμα που έλεγε ότι δεν θα μπορέσουμε να βρεθούμε στο επόμενο 15νθήμερο και τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.
Η αλήθεια είναι πως και εγώ είχα αλλάξει από την τελευταία μας συνάντηση. Ξέρω ότι σίγουρα ήθελα να βρεθούμε αλλά δεν ήξερα το γιατί. Και μέχρι να το μάθω η ακύρωση με βόλεψε…
Μετά από 2 ημέρες (που σαν κυρία δεν απάντησα καν στο μήνυμα) χτυπάει ξανά το τηλέφωνο. “Θέλω να σε δω…” Μα… Είχα ήδη κανονίσει και δεν θα το άλλαζα. (Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα κανονίσει εντελώς, αλλά περίμενα ένα τηλεφώνημα). Μιλήσαμε πάνω από 3 ώρες στο τηλέφωνο. Συνεχόμενα. Έβρασε το αυτί μου. Σε ένα δωμάτιο χωρίς κλιματιστικό να προσπαθώ να τον ακούσω. Είπαμε πολλά. Καταλάβαμε ακόμη περισσότερα. Ανανεώσαμε για άλλη μια φορά το “ραντεβού” μας. Τσακωθήκαμε και καταλήξαμε να μου κάνει προξενιό… Μεταξύ σοβαρού κα αστείου. Εκείνος που φοβόταν να μιλήσει στον οποιοδήποτε για την ύπαρξή μου. Για το πως γνωριστήκαμε, τώρα μιλούσε στον φίλο του με τα καλύτερα λόγια (πάντα τα καλύτερα έλεγε, αλλά σε μένα). Και είπε και το θεϊκό: “… και είναι πολύ καλή μου φίλη”. Που πας ρε Καραμήτρο? Ντουγρού για την κρεμάλα?