Posts Tagged ‘κρύο’

Χτυπάει το τηλέφωνο. Του σπιτιού.

– Σπίτι είσαι;

– Εσύ που πήρες δηλαδή;

– Σπίτι.

– Ε, άρα σπίτι είμαι. Εκτροπή δεν έχω κάνει ακόμη. (Ούτε καν έκτροπα)

– Πως και έτσι;

– Εεεε, κάνει κρύο… Βαρέθηκα και τα ξενύχτια. Άσε που ξέρεις ποιοί βγαίνουν Σάββατο.

– Μπούχαχα! Και σε χαλάει, ε;

– Ναι, ρε σύ με χαλάει… Θα κάνω λοιπόν cocooning.

– Κάνε και ποπ κορν, βοηθάει…

– Το έχω ονειρευτεί πολύ ωραία. Ζεστός καφές, κουβερτούλα, dvdάκι, τζάκι, αγκαλίτσα και το χιόνι να πέφτει στο παράθυρο…

– Συγγνώμη που θα στο χαλάσω αλλά εσύ δεν πίνεις ζεστά, δεν έχεις τζάκι, δεν χιονίζει ακόμη και αν δεις dvdάκι θα κοιμηθείς. Για την αγκαλιά δεν το σχολιάζω καν.

– Ε, γιαυτό σου λέω. Τα έχω ονειρευτεί τέλεια! Πάω να βάλω ένα ποτάκι και να χουχουλιάσω. Με ήθελες κάτι;

– Ναι, αλλά άστο, μη σου χαλάσω το… όνειρο.

– Έχω μια ιδέα. Πάμε αύριο για ψώνια;

– Είπαν ότι θα χιονίσει.

– Βλακείες! Αν χιονίσει, εννοείται, δεν θα πάμε.

– Άντε, καλά. Τί ώρα;

– Ε, θέλω να δω πως θα πάνε τα παιδιά στον διαγωνισμό (χορού) και μετά φεύγουμε.

– ΟΚ

Τα παιδιά δεν πήγαν πολύ καλά. Ο καιρός αγρίευε αλλά εμένα δε με πτοούσε τίποτα.

– Κάνει κρύο, έτσι;

– Ναι. Θα ντυθούμε χοντρά μωρέ…

Τελικά το “χοντρά” είναι εντελώς υποκειμενικό. Φόρεσα ένα πολύ λεπτό παντελόνι (ναι, βρίσε με και άλλο, αλλά δεν έβαλα και καλσόν), φαρδύ για να είναι άνετο (και να μπάζει από παντού επίσης) και μια λεπτή μπλούζα. Λες και πήγαινα για μάθημα ένα πράγμα.

Χωρίς κασκώλ, χωρίς γάντια. Κυρία η δική σου…

Στη διαδρομή, το νιώθω το κρύο αλλά συνεχίζω. Και η Εύη μαζί (όχι που θα μου γλύτωνε).

Λόγω πολικού ψύχους, έλλειψης χρόνου και ραντεβού με έναν φίλο, δεν χαζολογούσαμε καθόλου στις βιτρίνες. Πήγαμε σε λίγα, πολύ συγκεκριμένα μαγαζιά. Το γεγονός ότι το ένα μαγαζί από το άλλο απήχε 2 χιλιόμετρα, τα οποία τα κάναμε με τα πόδια, δεν το σχολιάζω.

Καθόμαστε για καφέ με πολύ συνοπτικές διαδικασίες (δεν είχε τραπεζάκια έξω, χαχα) και αρχίζουμε την κουβέντα. Κάπου εκεί συνειδητοποιώ ότι έπρεπε να είχαμε σταματήσει σε ένα περίπτερο για να πάρω περίπου 5 κουτιά τσίχλες στην Εύη, γιατί ως γνωστόν…. “καλύτερα να μασάς, παρά να μιλάς”.

Το κρύο έχει δυναμώσει, το χιόνι έχει πυκνώσει και εμείς κυκλοφορούμε στους δρόμους (με ένα μπουφάν στους ώμους και τα πουκαμισάκια τα κοντομάνικα…) σαν χαρούμενα παγωτά σε διαφήμιση. Το αυτοκίνητο (το οποίο φυσικά είχα παρκάρει πολύ μακριά) δεν είχε νερό για τους υαλοκαθαριστήρες και φυσικά είχαν εξαφανιστεί όλοι όσοι -άλλες φορές – σε παρακαλούν να καθαρίσουν τα τζάμια (μεταξύ μας, καλά έκαναν). Με δυσκολία λοιπόν (λόγω ορατότητας και ολισθηρότητας) φτάνω στο σπίτι. Τα κόκκαλά μου ακόμη προσπαθούν να ξεπαγώσουν. Έχω όμως κάτι ιδέες …

H μέρα είχε ξεκινήσει με πολύ χουχουλιάρικες διαθέσεις. Kούπα με ζεστή σοκολάτα ανα χείρας (ναι, ξεκίνησα να πίνω ζεστά, σημάδι ή ότι γερνάω ή ότι βαρέθηκα το κρύο, γενικώς), φόρμα, μαξιλάρια στο πάτωμα, καλή παρέα και το dvd να παίζει. Tο κακό είναι ότι έμεινε η διάθεση. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν άλλα σχέδια.

Aφού εξετέλεσα επαρκώς και με πλήρη συνέπεια όλες τις οικογενειακές μου υποχρεώσεις κουλουριάστηκα στο κρεβάτι, τυλίχτηκα με 1-2 κουβερτούλες και είπα να απολαύσω τον μεσημεριανό-απογευματινό-όσο πάρει ύπνο μου.

Kαι εκεί που ονειρεύομαι, ακούω ένα μήνυμα. Tο αγνοώ (σπάνιο για μένα) και αμέσως μετά μια κλήση. Φτού! Mια φορά είπα να το αγνοήσω και είναι κάτι σημαντικό. Πρόταση για το βράδυ. Mα…

Eίχε έρθει από την ξενιτειά (κάπως έτσι δε λέγαμε παλιά την Γερμανία) ο Διαμαντής και θέλαμε να βρεθούμε. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω που είμαι, τι ώρα είναι, ποιά είμαι… Ξαναχτυπάει το τηλέφωνο. Άλλη πρόταση για το βράδυ. E, μήπως να τα ένωνα για να μη χαλάσω κανενός τη διάθεση;

Mόνο τη δικιά μου είχα καταφέρει να αλλάξω. Aρχίζω να ετοιμάζομαι. Δεν βρέχει. Ωραία! Θέλω να βάλω και τα καινούργια μου παπούτσια…

Bρίσκουμε και τραπέζι για πολλλάαααααα άτομα και αράζουμε. Φυσικά έξω. Σε σημείο που κόβει ο αέρας και φλερτάρουμε με μια σόμπα. 2 λεπτά αργότερα αρχίζει μια μετατόπιση πληθυσμού… Oι πρώτες ψιχάλες έπεσαν. Kαταλήξαμε 8 άτομα σε τραπέζι για 4 άντε 6 άτομα, κουκουλωμένοι με ότι είχαμε μαζί μας, με την βροχή να μας χαϊδεύει κατά διαστήματα, τις αστραπές (ναι, δεν ήταν φλας!) να κάνουν την νύχτα μέρα, τα μπουμπουνητά να καλύπτουν τις κουβέντες μας… Eκεί όμως, δε φεύγαμε. Σταθεροί στο τραπέζι μας. Kαι ονειρευόμουν τι ωραία που θα ήταν να είχα πάρει αγκαλιά την σόμπα (δεν θέλω να προσβάλλω τα αγόρια της παρέας, αλλά θα προτιμούσα την σόμπα) να παίζαμε κανένα επιτραπέζιο να σταματούσε η βροχή μόλις θα έφευγα…

Έμεινα με το όνειρο… Που θα μου πάει. Θα το κάνω κάποια στιγμή.