– Έχω μια ιδέα. Πάμε αύριο για ψώνια;
– Είπαν ότι θα χιονίσει.
– Βλακείες! Αν χιονίσει, εννοείται, δεν θα πάμε.
– Άντε, καλά. Τί ώρα;
– Ε, θέλω να δω πως θα πάνε τα παιδιά στον διαγωνισμό (χορού) και μετά φεύγουμε.
– ΟΚ
Τα παιδιά δεν πήγαν πολύ καλά. Ο καιρός αγρίευε αλλά εμένα δε με πτοούσε τίποτα.
– Κάνει κρύο, έτσι;
– Ναι. Θα ντυθούμε χοντρά μωρέ…
Τελικά το “χοντρά” είναι εντελώς υποκειμενικό. Φόρεσα ένα πολύ λεπτό παντελόνι (ναι, βρίσε με και άλλο, αλλά δεν έβαλα και καλσόν), φαρδύ για να είναι άνετο (και να μπάζει από παντού επίσης) και μια λεπτή μπλούζα. Λες και πήγαινα για μάθημα ένα πράγμα.
Χωρίς κασκώλ, χωρίς γάντια. Κυρία η δική σου…
Στη διαδρομή, το νιώθω το κρύο αλλά συνεχίζω. Και η Εύη μαζί (όχι που θα μου γλύτωνε).
Λόγω πολικού ψύχους, έλλειψης χρόνου και ραντεβού με έναν φίλο, δεν χαζολογούσαμε καθόλου στις βιτρίνες. Πήγαμε σε λίγα, πολύ συγκεκριμένα μαγαζιά. Το γεγονός ότι το ένα μαγαζί από το άλλο απήχε 2 χιλιόμετρα, τα οποία τα κάναμε με τα πόδια, δεν το σχολιάζω.
Καθόμαστε για καφέ με πολύ συνοπτικές διαδικασίες (δεν είχε τραπεζάκια έξω, χαχα) και αρχίζουμε την κουβέντα. Κάπου εκεί συνειδητοποιώ ότι έπρεπε να είχαμε σταματήσει σε ένα περίπτερο για να πάρω περίπου 5 κουτιά τσίχλες στην Εύη, γιατί ως γνωστόν…. “καλύτερα να μασάς, παρά να μιλάς”.
Το κρύο έχει δυναμώσει, το χιόνι έχει πυκνώσει και εμείς κυκλοφορούμε στους δρόμους (με ένα μπουφάν στους ώμους και τα πουκαμισάκια τα κοντομάνικα…) σαν χαρούμενα παγωτά σε διαφήμιση. Το αυτοκίνητο (το οποίο φυσικά είχα παρκάρει πολύ μακριά) δεν είχε νερό για τους υαλοκαθαριστήρες και φυσικά είχαν εξαφανιστεί όλοι όσοι -άλλες φορές – σε παρακαλούν να καθαρίσουν τα τζάμια (μεταξύ μας, καλά έκαναν). Με δυσκολία λοιπόν (λόγω ορατότητας και ολισθηρότητας) φτάνω στο σπίτι. Τα κόκκαλά μου ακόμη προσπαθούν να ξεπαγώσουν. Έχω όμως κάτι ιδέες …