Posts Tagged ‘σκέψεις’

Εκείνη ήταν ανάμεσα στα 6-8 της χρόνια. Παιδάκι ακόμη. Είχε την αφέλεια του μικρού παιδιού. Ήταν μικρό παιδί. Ένα κοινωνικό χαρούμενο παιδί.

Εκείνος γύρω στα… ούτε και θυμάται. Όλοι μεγάλοι της φαίνονταν τότε. Φίλος των γονιών της. Οικογενειάρχης, άνθρωπος της «εκκλησίας» και καλός επαγγελματίας. 

Η μικρή είχε μάθει να πηγαίνει στο μαγαζί του και να κάθεται περιμένοντας είτε τους γονείς της να επιστρέψουν από τη δουλειά (ήταν κοντά στο τέρμα των λεωφορείων το μαγαζί τους) είτε γιατί απλά περνούσε από έξω και την φώναζε να της δώσει καραμέλες.

Η μαμά της, της είχε πει να μην παίρνει καραμέλες από αγνώστους. Δεν ήταν άγνωστος όμως. Δεν μετρούσε.Άσε που είχε ωραίες καραμέλες. 

Της άρεσε το μαγαζί του γιατί είναι πολλά μέρη να επεξεργαστεί. Ογκώδη μηχανήματα, μηχανήματα που έκαναν θόρυβο, που είχαν μυρωδιές .. Μέχρι κρυφτό μπορούσες να παίξεις.

Όσο μεγάλωνε, άντε να είχε φτάσει στα 9, ήταν πιο εύκολο να καταλάβει πως δούλευε η κάθε μηχανή. Ρωτούσε συνεχώς, έπαιζε, κρυβόταν…

Και έπαιρνε απαντήσεις. Και καραμέλες.

Ένα μεσημέρι και ενώ ήταν ανεβασμένη πάνω σε έναν πάγκο για να της δείξει κάτι που ήταν αρκετά ψηλά, της λέει: 

– Δε νομίζω να λες στους γονείς σου, τι κάνουμε εδώ και σε μαλώσουν;

Η αλήθεια είναι ότι δεν έλεγε τίποτα στους γονείς της για να μην την μαλώσουν ότι τον ενοχλεί και ότι μπορεί να κάνει καμία ζημιά. Όμως γιατί την ρώτησε; 

Παρατήρησε ότι κατά τη διάρκεια των «παιχνιδιών» τους, την άγγιζε σε σημεία που δεν έπρεπε Προσπάθησε να αποφεύγει τα χέρια του όμως χωρίς επιτυχία. Για κάποιο λόγο, την έκανε να πιστέψει οτι δεν ήταν κάτι κακό. Ήταν απλά το μυστικό τους. 

Με τον καιρό -και αφού ήταν σίγουρος οτι δε θα μιλούσε – την είχε κάνει να πιστέψει οτι ήταν απλά πολύ τρυφερός μαζί της. Είχε την ηλικία του πατέρα της άλλωστε. Και ήταν καλός άνθρωπος. Όλοι το έλεγαν. Το είχε συνηθίσει κιόλας. Δεν την ενοχλούσε πια. 

Γύρω στα 11 έμπαινε στην εφηβεία. Ένιωθε οτι ήταν πιο τυχερή από τις φίλες της γιατί εκείνη είχε έναν μεγαλύτερο άντρα να της φέρεται όπως «κάνουν τα ζευγάρια».

Συνεχίστηκε για 2-3 χρόνια τουλάχιστον. Πιο άνετα και χωρίς ιδιαίτερες προφυλάξεις μην τους δουν. Πήγαν οικογενειακώς μαζί διακοπές. Κάποια στιγμή, κάτι κατάλαβε η γυναίκα του και πήγε να ρίξει την «ευθύνη» στο παιδί. Όμως και πάλι, δεν άλλαξε κάτι. Απλά ήταν λίγο πιο προσεκτικός.

Ένα μεσημέρι, πήγαν βόλτα σε ένα χωράφι. Έκανε μια πιο τολμηρή κίνηση. Δεν της άρεσε. Τον έσπρωξε. Του είπε οτι δεν θέλει άλλο. Έφυγαν. Η κίνηση δεν έγινε ξανά, όμως και άλλες φορές την άγγιζε. Αυτό δεν ήταν  κακό, της έλεγε.

Όλα έληξαν όταν άλλαξαν πόλη. Κανείς δεν έμαθε τίποτα. 

Αργότερα το κορίτσι συνειδητοποίησε ότι όλα αυτά δεν έπρεπε να γίνουν. Ότι δεν ήταν φυσιολογικό και οτι έπρεπε να είχε μιλήσει. Σε ποιον όμως; Όλοι ήξεραν πόσο καλός άνθρωπος ήταν. Δεν θα την πίστευαν. Άσε που είχε ήδη πειστεί οτι θα την «μαλωναν» αν έλεγε κάτι.

Συνέχισε την ζωή της κρατώντας αυτό το βάρος μέσα της. Δεν ήθελε να κάνει σχέσεις. Φοβόταν. Αν κάποιος την πλησίαζε τον απέφευγε. Φοβόταν να μείνει μόνη με κάποιον. Φοβόταν να ανοιχτεί. 

Και κάθε φορά που άκουγε αντίστοιχα περιστατικά και ανθρώπους «υπεράνω πάσης υποψίας», έκλαιγε κρυφά. Και ένιωθε χαρά που κάποιος βρήκε το θάρρος να μιλήσει. Γιατί εκείνη δεν το έκανε.

Στη μνήμη του κοριτσιού που «πέθανε» πριν από πολλά χρόνια.

Χτυπάει το τηλέφωνο. Στην άλλη γραµµή, η φίλη, η κολλητή που έφυγε για τα ξένα…

– Ετοιµάζεσαι να βγεις;

– Σχεδόν. Άλλαξαν τα σχέδια και λέω να πάω µια βόλτα µε το αυτοκίνητο να πάρω αέρα.

– Τα δικά σου σχέδια άλλαξαν;

– Των άλλων. 

– Ήµουν σίγουρη.

– Να σου πω, δεν έχω όρεξη για κήρυγµα, να τα πούµε άλλη ώρα. Θα αργήσω στο ραντεβού.

– Σωστά, µη ΣΕ στήσεις.

– Αντίο.

Μπήκε στο αυτοκίνητο µε άγνωστο προορισµό. Είχε αρκετή βενζίνη και γεµάτο e-pass.

Ξεκίνησε για µέρη γνώριµα. Σε κάθε συνοικία θυµόταν και τους αντίστοιχους φίλους που είχε εκεί και έκανε ένα «µνηµόσυνο» σε παλιές, καλές, ανέµελες στιγµές. Χαµογέλασε… Είχε περάσει καλά. 

Η ώρα είχε περάσει τις 12 όταν ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Άγνωστος αριθµός. Ασυναίσθητα έκανε δεξιά, σταµάτησε και σήκωσε το τηλέφωνο. Σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα πρόλαβε να σκεφτεί… Τέτοια ώρα, δε θα είναι για καλό. Μπορεί να είναι καµία από τις γνωστές απάτες σε ηλικιωµένους. Ε, όχι και ηλικιωµένη. Απάντησε χαµογελώντας.

– Παρακαλωωωώ (πάντα τραβούσε το ω)

– Χαίρεται, συγγνώµη για την ώρα. Μου έδωσε πριν λίγο το τηλ. σας η …… (η κόλλητη από τα ξένα) και ξέρετε µε τη διαφορά ώρας…

– ∆εν πειράζει. Έξω είµαι άλλωστε.

– Σας ενοχλώ;

– Όχι, πείτε µου.

– Ξέρετε, θα ήθελα τη βοήθεια σας σε κάτι νέο που ετοιµάζω και η …. µε διαβεβαίωσε οτι είστε ο κατάλληλος άνθρωπος.

– Όπως πάντα υπερβολική. Που µπορώ να φανώ χρήσιµη;

– Ξέρετε, θα ήθελα να τα πούµε από κοντά καλύτερα. Όσο πιο σύντοµα µπορείτε.

Κοίταξε λίγο τον εαυτό της στον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Η….. δε θα ενέκρινε αλλά εκείνη αισθανόταν οκ. Άσε που ήθελε να ξεµπερδεύει.

– Μπορείτε και τώρα; 

– Εγώ εννοείται. Όµως µη σας χαλάσω την έξοδο. 

– Μην ανησυχείτε. Επέστρεφα.

– Σας βολεύει το κέντρο; Το (τάδε) µαγαζί.

– Φυσικά. Σε είκοσι λεπτά θα είµαι εκεί.

Ήταν στην άλλη άκρη της πόλης. Αναζήτησε το µαγαζί (χµµµµ ωραίο φαίνεται)  και έβαλε gps.

Πρόλαβε να φτάσει στην ώρα της. Ανακάτεψε λίγο το µαλλί της και προχώρησε προς το µαγαζί.

Και τώρα; Τι κάνουµε; Μπαίνω µέσα; Περιµένω απ’ έξω; Το πως θα γνωριστούν δεν ήταν πια πρόβληµα. Είχε το τηλέφωνο του. Τις σκέψεις της σταµάτησε η δόνηση στο τηλέφωνό της.

– Όταν φτάσετε, πείτε το όνοµα µου στην είσοδο. 

– Οκ. µπαίνω σε 2 λεπτά (µην καταλάβει οτι είµαι ήδη εδώ).

Φτάνει στην είσοδο. Την πλησιάζει ο µετρ. 

– Καλησπέρα σας.

– Καλη…µέρα σας µάλλον. 

Χαµογέλασαν. Εκείνη την ώρα συνειδητοποίησε οτι δεν είχε µάθει ποτέ το όνοµα.

– Με συγχωρείτε µισό λεπτά, χτυπάει το κινητό µου.. (ρόµπα έγινε)

– ∆ε σας είπα το όνοµα µου……

– Πάνω στην ώρα. Μπαίνω…. τον κο τάδε θα ήθελα.

– Βεβαίως. Σας περιµένει.

Την οδήγησε σε ένα πιο ήσυχο και ωραία διακοσµηµένο µέρος του µαγαζιού. 

– Γειά σας!

– Γεια. Να µιλάµε στον ενικό; 

– Φυσικά. 

Και ξεκίνησαν να µιλάνε. Για τις ζωές τους, για τα σχέδια τους. Είχαν πολλά κοινά. Ένιωσε απίστευτη οικειότητα από την πρώτη στιγµή.  Ότι και αν ήταν αυτό που χρειαζόταν την βοήθεια της, ήταν σίγουρη ότι µπορούσε να το κάνει. Μετά από (κοίταζε το ρολόι της όταν τους διέκοψε το γκαρσόνι) 3 ώρες περίπου ευχάριστης συζήτησης, δεν είχαν φτάσει ακόµη στο κοµµάτι της δουλειάς. Το µαγαζί όµως έκλεινε σε λίγα λεπτά.

– Πέρασε η ώρα, και νιώθω ότι σου έφαγα τον χρόνο µια και δεν µιλήσαµε ακόµη για το project.

– Όντως πέρασε η ώρα. Ήταν όµως ευχάριστα. 

– Θα ήµουν υπερβολικός αν σου ζητούσα να τα πούµε κάποια στιγµή το πρωί; Όπως σου είπα, πρόκειται για κάτι βιαστικό.

– Κανένα πρόβληµα. Τώρα που γνωριζόµαστε θα είναι πιο εύκολη η επικοινωνία.

– Να περάσω κατά τις 11 να σε πάρω;

∆εν είχε ακριβώς αυτό στο µυαλό της. Νόµιζε οτι θα τα έλεγαν τηλεφωνικά. Παρόλα αυτά της άρεσε η προοπτική µιας ακόµη εξόδου.

– Μια χαρά. Η διεύθυνση είναι….

– Τα λέµε το πρωί. Ευχαριστώ για όλα.

– Εγώ ευχαριστώ.

Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε. Σκεφτόταν όλα αυτά που συνέβησαν τις τελευταίες ώρες και γελούσε µόνη της. Σκεφτόταν τις αντιδράσεις των φίλων της που έδωσε ραντεβού µε έναν άγνωστο µέσα στη νύχτα.

Το επόµενο πρωί, ακριβώς στην ώρα του, την κάλεσε να κατέβει.

Η µέρα κύλησε το ίδιο υπέροχα µε το προηγούµενο βράδυ. Και με πολλά επόμενα.

Πέρασε πάνω από ένας χρόνος από τότε που πήρα το βιβλίο στα χέρια μου. Το κοίταξα, το ξανακοίταξα, διάβασα τα περιεχόμενα, στις ευχαριστίες, ζήτησα έξτρα αφιέρωση… όμως δεν το έπαιρνα απόφαση να το διαβάσω.

Ανθολογία ιστοριών τρόμου. Ήμουν σίγουρη ότι ήταν καλογραμμένο. Το ήξερα γιατί ήξερα πως είναι μια θεματολογία που αγαπά ο Βασίλης (ο συγγραφέας ντε). Το ήξερα γιατί γνώριζα ότι κάνει έρευνα για τα πάντα, πόσο μάλλον για τις ιστορίες του. Το ήξερα γιατί ξέρω ότι έχει ένα χάρισμα να βάζει μέσα στην ιστορία. Το έχει κάνει πολλές φορές και το έχω απολαύσει. Στα κωμικά του κείμενα.

Μπαίνοντας το 2022 αποφάσισα να αντιμετωπίσω τους φόβους μου (βαρύγδουπο αλλά πολύ αληθινό) και να τολμήσω να ανοίξω το βιβλίο. Ποτέ όμως βράδυ. Πρωινές ώρες για να έχω όλο το χρόνο να «αποβάλλω» τις όποιες σκέψεις μου δημιουργούσε. Και αργά αργά, δε με πίεζε κανείς. Μια ιστορία το μήνα…

Πήρα θάρρος, μου άρεσαν και οι λεπτομέρειες που έδινε. Σε κάποιες γελούσα κιόλας. Πάντα όμως πριν το τέλος. Στο τέλος, συνήθως ερχόταν ένα χαστούκι τρόμου που με έφερνε στα ίσια μου. Πολλές φορές χάρηκα που δεν ήμουν στη θέση των ανιψιών του, που τους διηγούνταν παρόμοιες (φαντάζομαι) ιστορίες τρόμου.

Ναι, άρχισα να παρατηρώ σκηνές από τις ιστορίες στο σπίτι μου – καπάκια πρίζας που ήταν ανεβασμένα – και μετά να συνειδητοποιώ ότι ήταν λογικό, αφού υπήρχε κάτι στην πρίζα. Άρχισα να κάνω εικόνα τις ιστορίες.

Τελικά δεν ήθελα να σταματήσω να το διαβάζω. Το τελείωσα πριν τον «προβλεπόμενο» χρόνο.

Ομολογώ ότι δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να το κρίνω, αλλά αν σας αρέσουν οι ιστορίες τρόμου (ή ακόμη κι αν δε σας αρέσουν αλλά θέλετε να το δοκιμάσετε) το προτείνω ανεπιφύλακτα.

Daily challenge ξανά. My time. Γράφω απλά. Χωρίς συγκεκριμένο θέμα.

Αναρωτιέμαι εδώ και καιρό. Προβληματίζομαι. Στενοχωριέμαι. Χαίρομαι. Συνειδητοποιώ. Ευγνωμονώ. Μοιράζομαι.

Πόσο λανθασμένη αίσθηση έχουμε τις περισσότερες φορές για τους φίλους μας ή για αυτούς που εμείς θεωρούμε φίλους. Θα γράψω για εμένα όμως. Μη γενικεύω.

Φίλος – κατ᾽έμε πάντα – είναι αυτός που θα σε αφήσει ελεύθερο να κάνεις αυτό που θέλεις. Αν συμφωνεί θα σε στηρίξει, αν διαφωνεί, θα σου πει τους ενδοιασμούς του χωρίς να προσπαθήσει να σε πείσει (ή επιβάλλει καλύτερα) ότι αυτό που θεωρεί (κάποιες φορές ίσως και να είναι) σωστό. Και εννοείται θα σε στηρίξει και πάλι. Και θα είναι εκεί χωρίς δεύτερες σκέψεις.

Είναι αυτός που μπορεί να έχετε να βρεθείτε 3 – 5 -10 χρόνια, που όμως όταν βρεθείτε θα είναι σα να βρισκόσασταν κάθε μέρα. (Διευκρίνηση: Αυτό είναι παρεξηγημένο και πολλές φορές μετά από απουσία χρόνων έρχεται ο άλλος και θεωρεί δεδομένο ότι δεν έχεις προχωρήσει καθόλου. Δεν εννοώ αυτό). Το μυστικό εδώ είναι ότι όντως «βρισκόσασταν» κάθε μέρα. Μπορεί οι συνθήκες να μην ευνοούσαν αλλά η διάθεση υπήρχε. Ένα μήνυμα σε ανύποπτο χρόνο, ένα τηλέφωνο να δεις τι κάνει ο άλλος, ένα mail, μια προσευχή είναι μικρά αλλά ουσιαστικά σημάδια ότι σκέφτεσαι τον άλλο.

Δε θα είναι μαζί σου μόνο όταν περνάτε ή περνάει (συνήθως) καλά αλλά και τις φορές που δεν είσαι η καλύτερη παρέα. Μη σου πω ότι τότε θα είναι πιο δίπλα σου από ποτέ.

Δε θα σου κάνει ακριβά δώρα αλλά θα σου χαρίσει το ακριβότερο, το χρόνο του.

Θα είναι δίπλα σου να σε ακούσει όταν το έχεις ανάγκη. Θα σε αφήσει να ξεσπάσεις. Όταν όμως δει ότι όλο αυτό σου αναμοχλεύει άσχημες συμπεριφορές θα σε κόψει, θα σε πάει σε κάτι άλλο που θα σε ωφελήσει πραγματικά. Και θα σε χαλαρώσει.

Δεν ξέρω καν αν εγώ είμαι αυτός ο άνθρωπος αλλά σε αυτό το πλαίσιο παλεύω να είμαι.

2012. Αποφασίζω να πάω μόνη μου -αρχικά- διακοπές. Θα το συνδυάσω με ένα σεμινάριο χορού που πραγματικά δεν ξέρω κανέναν. Είμαι όμως αποφασισμένη. Θα πάω. Μόνη μου.

Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Γενικώς έκανα πράγματα μόνη μου. Αλλά διακοπές; Όχι αυτό δεν το είχα ξανακάνει. Ήμουν όμως τόσο ενθουσιασμένη για το σεμινάριο και την εμπειρία που δε με προβλημάτισε καθόλου. Εξάλλου 5 μέρες αργότερα θα ερχόταν η παρέα μου.

Η Ύδρα είναι ένα νησί που σε προτρέπει να το εξερευνήσεις. Με ή χωρίς παρέα. Περπατούσα για να πάω στην παραλία και ένιωθα τόσο γεμάτη. Βρήκα χρόνο να μιλήσω με τον εαυτό μου, να δω αν μπορώ να μου κάνω καλή παρέα. Να περάσω ποιοτικό χρόνο με μένα. Να με γνώρισω καλύτερα.

Ήταν μια εμπειρία που πραγματικά θα μου μείνει αξέχαστη. Αυτές οι πέντε μέρες πάντα θα αποτελούν – ίσως – την πιο γλυκιά μου καλοκαιρινή ανάμνηση.

Λίγο πριν φύγω από το νησί, ζήτησα να με τραβήξουν αυτή τη φωτογραφία. Ήταν ακριβώς αυτό που ένιωθα…

Ready for a big hug

Είναι κάποιες στιγμές / μέρες / χρόνια που θυμώνω εύκολα. Τις περισσότερες φορές για κάτι φαινομενικά ανούσιο. Για τους άλλους. Για εμένα εκείνη την στιγμή μοιάζει με ολόκληρο βουνό. Παγόβουνο συγκεκριμένα γιατί νιώθω και ένα πάγωμα απέναντι στον άλλο.

Αυτό με ενοχλούσε και με ενοχλεί – όταν συμβαίνει – γιατί όταν θυμώνω πρώτη από όλους, εγώ δεν περνάω καλά. Άρχισα να ψάχνω να βρω τρόπους για να το διορθώσω ή να το ελαττώσω. Δεν πήγε πολύ καλά. Στην αναζήτησή όμως συνειδητοποίησα ότι αυτό που εγώ έβλεπα σαν παγόβουνο ήταν απλά η κορυφή του. Όχι και πολύ αισιόδοξη ανακάλυψη, το ομολογώ.

Παρατήρησα λοιπόν ότι πίσω από κάθε τι (τις περισσότερες φορές) που με θύμωνε κρυβόταν κάποια δική μου αδυναμία ή ανάγκη που δεν είχε εκφραστεί με λόγια. Πίσω από κάθε φίλο/συγγενή/συνάδελφο που έκανε το πρόγραμμα του χωρίς να με υπολογίζει, κρυβόταν η αδυναμία μου να διεκδικήσω αυτό που ήθελα/άξιζα. Πίσω από κάθε “ναι” που έλεγα ενώ ήθελα να πω “όχι” κρυβόταν ο φόβος μου να μη στενοχωρήσω τον άλλο. Και πολλά άλλα τέτοια…

Γενικώς λοιπόν ανακάλυψα ότι ο θυμός δεν ήταν ποτέ μόνος. Ήταν μια ομπρέλα που έκρυβε ένα σωρό αλλά συναισθήματα, φοβίες, αδυναμίες και αν δεν κατάφερνα να αντιμετωπίσω αυτές, ο θυμός δε θα έπαυε να υπάρχει αλλά θα συνέχιζε να μου δημιουργεί προβλήματα.

Και ήρθε σε ένα email η επιβεβαίωση όλων αυτών…

“Κάθε κριτική, επίκριση, διάγνωση και έκφραση θυμού, είναι η τραγική έκφραση μιας ανάγκης που δεν έχει καλυφθεί”, Marshall B. Rosenberg

… πολλά τραγούδια λένε. 

Αν δεν έχετε δοκιμάσει να χορέψετε το αγαπημένο σας τραγούδι και να θέλετε να το τραγουδήσετε ταυτόχρονα ίσως να μην καταλάβετε τι ακριβώς εννοεί η παροιμία. Το σημείο που έχετε φτάσει στο κορύφωμα του τραγουδιού και ξαφνικά κόβετε η ανάσα σας και δεν μπορείτε ούτε να χορέψετε ούτε να τραγουδήσετε καλά, όμως το παλεύετε. Όσοι είναι εκτός του χορού, μπορούν να τραγουδούν το αγαπημένο σου τραγούδι και πολλά άλλα και να σου λένε μα γιατί δεν μπορείς;… Και νιώθετε οτι κάτι δεν κάνετε καλά. Ότι εσείς φταίτε… Μέχρι να σας πει κάποιος «Κράτα ανάσες». Και τότε συνειδητοποιείς οτι δεν μπορείς να τα κάταφερεις και οτι εσύ πρέπει να «κρατήσεις ανάσες». Κανείς άλλος. Κυριολεκτικά. 

Και μεταφορικά το ίδιο περίπου είναι. Προσπαθείς να είσαι καλός σε όλα. Ταυτόχρονα. Καλή μάνα, καλή κόρη, καλή αδελφή, καλή σύζυγος, καλή υπάλληλος, καλή φίλη, καλή γενικώς… Και φτάνεις σε ένα σημείο που φυσικά δεν είσαι καλή σε όλα αυτά και όλοι παραπονιούνται και προσπαθούν να σε γεμίσουν τύψεις γιατί δεν είναι η πρώτη σου προτεραιότητα. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι τελικά εσύ δεν είσαι καλά. Και όσο εσύ δεν είσαι καλά, τόσο δεν πρόκειται να είσαι καλή σε όλα τα άλλα. Και δημιουργείτε ένας φαύλος κύκλος που κανείς δεν είναι ευχαριστημένος. Και όλοι έχουν μια άποψη για το πως θα γίνεις καλύτερη. Σε σχέση με το ρόλο που τους αφορά. 

Μέχρι τη στιγμή που θα βρεθεί κάποιος να σου πει «κράτα ανάσες». Κάνε λίγο πίσω να σκεφτείς τον εαυτό σου. Να πάρεις δυνάμεις, να γεμίσεις μπαταρίες, να ζήσεις. 

Αρκεί να βρεθεί.

Στην αρχή ήταν ο λόγος. Η ομιλία, η φωνή, ο ήχος. Ερώτηση – Απάντηση. Μιλάω – μιλάς. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΟΥΜΕ.

Δεν υπήρχαν προβλήματα, δεν υπήρχαν θέματα και όλα ήταν καλά.

Και μετά δημιουργήθηκε η ανάγκη αυτά που λέμε και κάνουμε, να τα κάνουμε γνωστά και στους άλλους. Γιατί τι νόημα έχει να χτυπήσεις ένα αγριογούρουνο αν δεν το μάθουν όλοι; Πως όμως; Ζωγραφίζοντας. Τον κυνηγό, το αγριογούρουνο και μετά το αγριογούρουνο λαβομένο. Ναι, ναι. Τώρα όλοι όσοι περνάνε από εκεί, βλέπουν, διαβάζουν το κατόρθωμα.

Και για κάποιο διάστημα δεν υπήρχαν προβλήματα και όλα ήταν καλά.

Όμως…

Ποιός είναι αυτός ο κυνηγός; Έπρεπε να έχει μια ταυτότητα. Άσε που το αγριογούρουνο μπορεί να μοιάζει και με λιοντάρι και να δημιουργηθούν λανθασμένες εντυπώσεις.

Και κάπως έτσι ανακαλύφθηκε το αλφάβητο.

Ότι ήθελες το έγραφες (το σκάλιζες για την ακρίβεια) και στο τέλος έβαζες και την ταυτότητά σου (ένα σύμβολο, κάτι χαρακτηριστικό που όλοι αναγνώριζαν ως δικό σου).

Και έτσι αποκαταστάθηκε η επικοινωνία.

Όμως το σκάλισμα ήταν δύσκολο και χρονοβόρο. Έτσι σιγά σιγά ανακαλύφθηκε το μελάνι, το στυλό, το πληκτρολόγιο.

Τότε άρχισαν να φαίνονται και τα πρώτα προβλήματα. Η ευκολία της γραφής, αύξησε την ταχύτητα μεταφοράς ενός μηνύματος αλλά παράλληλα μείωσε την επεξεργασία του μήνυματος. Έτσι έχουμε έναν καταιγισμό μηνυμάτων που τα περισσότερα εκφράζουν την σκέψη της στιγμής, του δευτερολέπτου. Και έχουμε πλέον και πολλά μέσα. Δεν χρειάζεται πλέον να πάρεις το χαρτί, το μολύβι και να γράψεις τις σκέψεις σου. Tις πληκτρολογείς. Όχι μόνο στο σπίτι, ούτε μόνο στο γραφείο. Παντού. Στο δρόμο. Στο αυτοκίνητο. Στις διακοπές. Στην τουαλέτα. Και όπου αλλού μπορείς να φανταστείς. Όσο πιο απίθανο σημείο, τόσο το καλύτερο.

Μετά, αρχίσαμε να βιαζόμαστε. Να κάνουμε λάθη. Να κόβουμε λέξεις. Να αφαιρούμε όσα δεν θεωρούμε απαραίτητα. Βασικά να αφαιρούμε ότι θεωρούμε “συμφραζόμενο”. Aυτό ήταν μεγάλο πρόβλημα. Γιατί όλοι δεν σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Kαι αυτό που για σένα είναι συμφραζόμενο, για μένα θέλει εξήγηση.

Eπειδή όμως θέλαμε να επικοινωνούμε, κάναμε τα πάντα. Aρχίσαμε να σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο. Όλοι μαζί, μια παρέα. Kαι πλέον όλοι καταλάβαιναν ότι WTF δε σημαίνει Welcome To Facebook, ούτε Wednesday, Tuesday, Friday. Αφού λοιπόν μπορέσαμε να ξεπεράσουμε και αυτό το σκόπελο αρχίσαμε να εμπλουτίζουμε τις κωδικοποιημένες λέξεις μας με εικόνες. Επειδή όμως είχαμε “διδαχθεί” από την ιστορία είπαμε να σχεδιάζουμε με οικείους χαρακτήρες. Γράμματα. Kαι σύμβολα.  Έτσι, αρχίσαμε να μοιράζουμε 🙂 αντί για αληθινά χαμόγελα,  😦 αντί για έκληση για μια αγκαλιά, :-* αντί για φιλιά, :-Ρ αντί για το χαριτωμένο βγάλσιμο της γλώσσας, 😉 αντί για κλείσιμο ματιού (που από μόνο του δημιουργούσε πρόβλημα).

Περάσαμε μια δύσκολη περίοδο προσαρμογής μέχρι να καταλάβουμε τι ήθελε να πει ο ποιητής. Άσε που τα άτιμα εμφανίζονταν και όταν δεν ήθελες. (π.χ. (με ρώτησε τι κάνεις;) ) και τσούπ εμφανιζόταν το κλείσιμο του ματιού. Πώς είπατε; Άλλες 10 (τουλάχιστον) λέξεις για να εξηγήσουμε ότι το ματάκι δεν το κλείσαμε εμείς, αλλά εμφανίστηκε μόνο του.

Και πάνω που τα συνηθίσαμε αυτά ήρθε το κουμπί. Ποιό κουμπί; Μα το μαγικό κουμπί της επικοινωνίας φυσικά. Το like.  Ένα like ήταν όλη μας η επικοινωνία πλέον. Αυτό το like σήμαινε πολλά. Ναι, μου αρέσει αυτό που γράφεις. Δε μου αρέσει αυτό που γράφεις (γιατί είναι κάτι καταθλιπτικό) αλλά μου αρέσει ο τρόπος που το γράφεις. Ναι, είμαι εδώ. Όχι, δεν είμαι εδώ, απλά πέρασα να σου πω ότι ήμουν εδώ. Θέλω κάτι να γράψω αλλά φοβάμαι, οπότε ας πατήσω το like που είναι πιο ανώδυνο. Δε θέλω να γράψω τίποτα, αλλά μου αρέσουν τα κουμπάκια, οπότε like.

Και κάτσε εσύ σα βλκς να προσπαθείς να βγάλεις νόημα ;-)…

Υ.Γ. Και για να σας προλάβω. Like.

Η γκαρσονιέρα

Posted: October 12, 2008 in Uncategorized
Tags: ,

Ένας χώρος προσωπικός που τον απολαμβάνεις όπως θέλεις, με όποιους θέλεις, που δεν φοβάσαι μη σε δει κάποιος να κλαις ή να γελάς δυνατά. Που τον αγαπάς γιατί είναι δικός σου. Που έχεις ενθουσιαστεί με την ιδέα του “καταφύγιου”. Που απλά τον γουστάρεις. Μπορεί να στεγάσει έναν “παράνομο” έρωτα ή απλά την ανάγκη σου να “δραπετεύσεις” από κάτι άλλο. Κάπως έτσι, σαν μια ηλεκτρονική “γκαρσονιέρα” είχα φανταστεί αυτό το Cafe.

Όταν όμως συνειδητοποίησα ότι δεν έχω πλέον τη δυνατότητα να διαχειριστώ τα “έξοδα” της γκαρσονιέρας, όταν κατάλαβα ότι μου “στερεί” ένα μεγάλο κομμάτι του “επίσημου” αγαπημένου μου, της ίδιας μου την ζωής, όταν όλη η ζωή μου άρχισε κινείται γύρω από την γκαρσονιέρα – και επειδή όπως είπα είναι “παράνομος” χώρος, αναγκαστικά κάποιοι σημαντικοί άνθρωποι έμειναν απ’ έξω – ανακάλυψα ότι υπάρχει πρόβλημα.

Θα μπορούσα να “ανοίξω” τις πόρτες της και να γίνει “κύρια” κατοικία. Όμως είναι πολύ μικρή. Δεν έχω συνηθίσει να ζω σε τόσο μικρό χώρο. Θέλω άπλα… Θέλω αέρα.

Ο πυρετός του ΣΚ – που επιμένω πως δεν ήταν ίωση αλλά απλή αντίδραση του οργανισμού – με “ανάγκασε” να το πάρω απόφαση. Ενοικιαστήριο λοιπόν.

Δε φεύγω. Θα είμαι εδώ τριγύρω. Ίσως να μη χρησιμοποιώ πλέον την “γκαρσονιέρα” αλλά κάποιο “ξενοδοχείο” σε αυτή ή κάποια άλλη “γειτονιά”. Το σίγουρο είναι ότι θα είμαι εκεί έξω. Και εκείνη η πόρτα θα είναι ανοικτή για όποιον την χτυπήσει.

Το συζητούσαμε εχθές στη δουλειά (καλά, κάτι άσχετο συζητούσαμε αλλά ξέρετε, το δικό μου μυαλό παει από το ένα θέμα στο άλλο), έμεινε για λίγο ανενεργό στο μυαλό μου (είπαμε πάει από το ένα θέμα στο άλλο, δεν τα επεξεργάζεται όλα όμως) και βρήκε ευκαιρία το βράδυ που ψηνόμουν στο πυρετό (και η ηλίθια δεν έπαιρνα τίποτα για να πέσει) και έγινε χείμαρος.

– Πόσα άραγε από τα παιδικά μου όνειρα έχουν γίνει πραγματικότητα;

– Kάτσε να σκεφτώ πρώτα ποιά ήταν τα παιδικά μου όνειρα. Tί ήθελα να γίνω ή να κάνω όταν ήμουν μικρή…

1. Δασκάλα (κλασικά). Eν μέρει έγινε πραγματικότητα. Ένα κομμάτι της ζωής μου, το πέρασα “διδάσκοντας” παιδιά (σε κατηχητικό) ή και ενήλικες (στη σχολή). Δεν ξέρω αν θα μου ταίριαζε ως επάγγελμα, πάντως ένα όνειρο έγινε πραγματικότητα.

2. Φωτογράφος. Eντάξει, επαγγελματίας δεν έγινα ποτέ. Aσχολήθηκα όμως πάρα πολύ με την αναλογική και ασπρόμαυρη φωτογραφία.Tίκ και στο δεύτερο όνειρο.

3. Γραφίστας – διαφημιστρια. Ήταν κάπως συγκεχυμένο στο μυαλό μου μια και δεν ήξερα καν πως μπορώ να γίνω κάτι τέτοιο. Tελικά το ακολούθησα επαγγελματικά και νιώθω πολύ τυχερή γιαυτό.

4. Δημοσιογράφος. Eπαγγελματικά δεν το εξάσκησα ποτέ. Όμως έχω γράψει πολλές φορές και αγαπώ το γράψιμο πάρα πολύ.

5. Kοινωνική λειτουργός. Xωρίς σχόλια. Eίναι ένα όνειρο που δε θα πάψω ποτέ να κυνηγάω ή καλύτερα δε θα πάψω ποτέ να ασχολούμε με αυτό.

6. Nα μάθω ισπανικά, κινέζικα, γαλλικά. Iσπανικά έκανα ένα χρόνο. Mου έφυγε το μαράζι και ησύχασα. Γαλλικά έκανα 2-3 μαθήματα (όχι με την Mαφάλντα) και πήραμε οριστικά διαζύγιο. Όσο για τα κινέζικα, με έφαγε ένα μεταπτυχιακό (που θα πάει, θα το τελειώσεις, και μου το έχεις τάξει)

7. Nα ασχοληθώ με την μουσική. Πιάνο, κιθάρα, στίχους – ευτυχώς όχι τραγούδι… Aσχολήθηκα με τα 2 από τα 3. Tο ένα ήταν η κιθάρα. Δε θα ξεχάσω το βλέμμα των γονιών μου όταν επιστρέφοντας από διακοπές, βρήκαν τον Z. (μια πολύ παράξενη φυσιογνωμία) στο σαλόνι να προσπαθεί να μου εξηγήσει τα “κοπανιαμέντα”.

8. Mικρή ήθελα να μάθω να οδηγώ. Δυστυχώς το έκανα. Δεν ήθελα να αγοράσω αυτοκίνητο (θα βολευόμουν με του μπαμπά), τελικά πήρα 2.

Yπάρχουν και όνειρα που ακόμη τα κυνηγάω (το ραδιόφωνο) ή κάποια άλλα που είμαι σίγουρη ότι θα μου δωθεί η ευκαιρία να πραγματοποιήσω κάποια άλλη χρονική στιγμή (δικό μου έντυπο) αλλά δε με πειράζει.

Ήδη αισθάνομαι πολύ τυχερή. Eξάλλου η ζωή συνεχίζεται. Eδώ είμαστε, να βάζουμε στόχους, να ονειρευόμαστε και να τα κυνηγάμε.

Kαι έτσι όπως βλέπω την εγγραφή, θα ήταν ωραίο blogοπαίχνιδο. Πάσα λοιπόν στον ΓιώργοΧ και στην Βιβή.